ἐξελασία: Difference between revisions
From LSJ
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
(6_11) |
(12) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξελᾰσία''': ἡ, τὸ ἐξάγειν εἰς βοσκήν, ἐπὶ κτηνῶν, Πολύβ. 12. 4, 10. ΙΙ. ἀμεταβ., [[ἐκστρατεία]], Ψευδο-Πλουτ. [[βίος]] Ὁμ. 9. | |lstext='''ἐξελᾰσία''': ἡ, τὸ ἐξάγειν εἰς βοσκήν, ἐπὶ κτηνῶν, Πολύβ. 12. 4, 10. ΙΙ. ἀμεταβ., [[ἐκστρατεία]], Ψευδο-Πλουτ. [[βίος]] Ὁμ. 9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐξελασία]], η (AM) [[εξελαύνω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[επίθεση]], [[επιδρομή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έξοδος]] ζώων για [[βοσκή]] («κατὰ τὰς ἐξελασίας καὶ [[νομάς]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκστρατεία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:10, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A driving out cattle, Plb.12.4.10. II intr., expedition, Ps.-Hdt.Vit.Hom.9.
German (Pape)
[Seite 876] ἡ, = Folgdm, Pol. 12, 4, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξελᾰσία: ἡ, τὸ ἐξάγειν εἰς βοσκήν, ἐπὶ κτηνῶν, Πολύβ. 12. 4, 10. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐκστρατεία, Ψευδο-Πλουτ. βίος Ὁμ. 9.
Greek Monolingual
ἐξελασία, η (AM) εξελαύνω
μσν.
επίθεση, επιδρομή
αρχ.
1. έξοδος ζώων για βοσκή («κατὰ τὰς ἐξελασίας καὶ νομάς», Πολ.)
2. εκστρατεία.