ἐπανείρομαι: Difference between revisions
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
(6_9) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπανείρομαι''': ἢ -έρομαι (Ἱππ. Προγν. 37) Μέσ: - ἐπανειλημμένως ἐρωτῶ, Ἡρόδ. 1. 91., 3. 32: - παρ’ Ἀττ. ἔχομεν μόνον τὸν ἀόρ. ἐπανηρόμην, τάδε σ’ ἐπανέρομαι (ἐπανερόμαν Wellauer, Hermann, Meineke) Αἰσχύλ. Πέρσ. 973· μήδ’ [[αὖτις]] ἐπανέρῃ με Ἀριστοφ. Βάτρ. 435· τὸν θεὸν ἐπανήροντο εἰ... Θουκ. 1. 25. 2) ἐρωτῶ [[πάλιν]], εἰ ἐπανέροιτο τινά τι Πλάτ. Πρωτ. 329Α, πρβλ. Γοργ. 451Β, 454Α. - Ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ἔρομαι]]. | |lstext='''ἐπανείρομαι''': ἢ -έρομαι (Ἱππ. Προγν. 37) Μέσ: - ἐπανειλημμένως ἐρωτῶ, Ἡρόδ. 1. 91., 3. 32: - παρ’ Ἀττ. ἔχομεν μόνον τὸν ἀόρ. ἐπανηρόμην, τάδε σ’ ἐπανέρομαι (ἐπανερόμαν Wellauer, Hermann, Meineke) Αἰσχύλ. Πέρσ. 973· μήδ’ [[αὖτις]] ἐπανέρῃ με Ἀριστοφ. Βάτρ. 435· τὸν θεὸν ἐπανήροντο εἰ... Θουκ. 1. 25. 2) ἐρωτῶ [[πάλιν]], εἰ ἐπανέροιτο τινά τι Πλάτ. Πρωτ. 329Α, πρβλ. Γοργ. 451Β, 454Α. - Ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[ἔρομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπανείρομαι]] και [[ἐπανέρομαι]] (Α) [[είρομαι]]<br /><b>1.</b> [[υποβάλλω]] επανειλημμένως ερωτήσεις, [[εξετάζω]] κατ' [[επανάληψη]] ή με λεπτομέρειες («[[τάδε]] σ' ἐπανερόμαν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ρωτώ]] [[πάλι]], [[ξαναρωτώ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:10, 29 September 2017
English (LSJ)
or ἐπαν-έρομαι (Hp.Prog.7),
A question again and again, Hdt.1.91,3.32: Trag. and Att. only in aor. 2 ἐπανηρόμην, τάδε σ' ἐπανερόμαν A.Pers.973 (lyr.); μηδ' αὖθις ἐπανέρῃ με Ar.Ra.439; inquire further, Hp.l.c. 2 ask again, εἰ ἐπανέροιτό τινά τι Pl.Prt.329a, cf. Grg.451b; ὅντινα . . J.AJ18.6.6.
German (Pape)
[Seite 902] ion. = ἐπανέρομαι, Her. 3, 32.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανείρομαι: ἢ -έρομαι (Ἱππ. Προγν. 37) Μέσ: - ἐπανειλημμένως ἐρωτῶ, Ἡρόδ. 1. 91., 3. 32: - παρ’ Ἀττ. ἔχομεν μόνον τὸν ἀόρ. ἐπανηρόμην, τάδε σ’ ἐπανέρομαι (ἐπανερόμαν Wellauer, Hermann, Meineke) Αἰσχύλ. Πέρσ. 973· μήδ’ αὖτις ἐπανέρῃ με Ἀριστοφ. Βάτρ. 435· τὸν θεὸν ἐπανήροντο εἰ... Θουκ. 1. 25. 2) ἐρωτῶ πάλιν, εἰ ἐπανέροιτο τινά τι Πλάτ. Πρωτ. 329Α, πρβλ. Γοργ. 451Β, 454Α. - Ἴδε τὸ ῥῆμα ἔρομαι.
Greek Monolingual
ἐπανείρομαι και ἐπανέρομαι (Α) είρομαι
1. υποβάλλω επανειλημμένως ερωτήσεις, εξετάζω κατ' επανάληψη ή με λεπτομέρειες («τάδε σ' ἐπανερόμαν», Αισχύλ.)
2. ρωτώ πάλι, ξαναρωτώ.