παιδίον: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παιδίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[παῖς]], μικρὸς [[παῖς]], «παιδάκι» (μέχρις ἑπτὰ ἐτῶν ἡλικίας καθ’ Ἱππ. παρὰ Φίλωνι 1. 26), Ἡρόδ. 1. 110., 2. 119, Ἀριστοφάν. Εἰρ. 50, Πλάτ. Λῦσ. 212Ε, κτλ., ἀλλὰ (ὡς τὸ [[θηρίον]]) [[οὐδαμοῦ]] ἐν χρήσει παρὰ Τραγ.· ἐκ παιδίου, ἐκ παιδικῆς ἡλικίας, Ξενοφ. Κύρ. 1. 6, 20· παροιμ., τοῦ πατρὸς τὸ [[παιδίον]]: «παλαιὰ ἡ [[παροιμία]] τιθεμένη ἐπὶ τῶν ὅμοια ποιούντων τοῖς πατράσιν» Α. Β. 65· οὕτω, τῆς μητρὸς τὸ π. Στράβ. 470. ΙΙ. [[νέος]], μικρὸς [[δοῦλος]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 37, Νεφέλ. 132. ΙΙΙ. τὸ [[παιδίον]], [[νόσος]] τῶν παιδίων, πιθ. σπασμοί, Ἱππ. π. Ἀέρ. 281, [[ἔνθα]] ὁ Foës. προτιμᾷ τὴν ἀνάγνωσιν παιδικόν, ἴδε Oecon ἐν λ.
|lstext='''παιδίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[παῖς]], μικρὸς [[παῖς]], «παιδάκι» (μέχρις ἑπτὰ ἐτῶν ἡλικίας καθ’ Ἱππ. παρὰ Φίλωνι 1. 26), Ἡρόδ. 1. 110., 2. 119, Ἀριστοφάν. Εἰρ. 50, Πλάτ. Λῦσ. 212Ε, κτλ., ἀλλὰ (ὡς τὸ [[θηρίον]]) [[οὐδαμοῦ]] ἐν χρήσει παρὰ Τραγ.· ἐκ παιδίου, ἐκ παιδικῆς ἡλικίας, Ξενοφ. Κύρ. 1. 6, 20· παροιμ., τοῦ πατρὸς τὸ [[παιδίον]]: «παλαιὰ ἡ [[παροιμία]] τιθεμένη ἐπὶ τῶν ὅμοια ποιούντων τοῖς πατράσιν» Α. Β. 65· οὕτω, τῆς μητρὸς τὸ π. Στράβ. 470. ΙΙ. [[νέος]], μικρὸς [[δοῦλος]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 37, Νεφέλ. 132. ΙΙΙ. τὸ [[παιδίον]], [[νόσος]] τῶν παιδίων, πιθ. σπασμοί, Ἱππ. π. Ἀέρ. 281, [[ἔνθα]] ὁ Foës. προτιμᾷ τὴν ἀνάγνωσιν παιδικόν, ἴδε Oecon ἐν λ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> petit enfant (garçon <i>ou</i> fille) au-dessous de sept ans ; [[ἐκ]] παιδίου XÉN dès la plus tendre enfance ; τὰ [[παιδία]] παίζει;<br /><b>2</b> jeune serviteur, petit esclave.<br />'''Étymologie:''' [[παῖς]].
}}
}}

Revision as of 19:22, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδίον Medium diacritics: παιδίον Low diacritics: παιδίον Capitals: ΠΑΙΔΙΟΝ
Transliteration A: paidíon Transliteration B: paidion Transliteration C: paidion Beta Code: paidi/on

English (LSJ)

(parox.), τό, Dim. of παῖς (never in Trag.),

   A little or young child (up to 7 yrs., acc. to Hp. ap. Ph.1.26), Hdt.1.110, 2.119, Ar.Pax 50; τὰ νεωστὶ γεγονότα π. Pl.Ly.212e; ἐκ παιδίου from a child, Ar. Eq.412, X.Cyr.1.6.20: prov., τοῦ πατρὸς τὸ π. 'chip of the old block', Com.Adesp.672, title of satire by Varro; so τῆς μητρὸς τὸ π. Str.10.3.15 (with play on Μήτηρ).    II young slave, male or female, IG12.329.27, 22.1554.67, 1556.22, Ar.Ra.37, Nu.132, Av.1150(s. v.l.).    III τὸ παιδίον, a disease of children, prob. convulsions, dub. l. in Hp.Aër.    3 παίδι-ος, ὁ, barbarism for foreg., Plu.Alex.27.

German (Pape)

[Seite 440] τό, dim. von παῖς, Knäblein, Töchterchen, Kindlein (nach Aristoph. gramm. so lange es von der Amme gesäugt wird); Ar. Lys. 18 Pax 50; Her. 6, 61; τὰ νεωστὶ γεγονότα παιδία, Plat. Lys. 213 a, öfter; ἐκ παιδίου, von der zartesten Jugend an, Xen. Cyr. 1, 6, 20; sprichwörtlich τοῦ πατρὸς τὸ παιδίον, es ist des Vaters Söhnchen, dem Vater an Gesicht, in seinem ganzen Wesen ähnlich, B. A. 65, 17. – Auch der junge, kleine Sklave, Diener, Ar. Ran. 37 Nubb. 132.

Greek (Liddell-Scott)

παιδίον: τό, ὑποκορ. τοῦ παῖς, μικρὸς παῖς, «παιδάκι» (μέχρις ἑπτὰ ἐτῶν ἡλικίας καθ’ Ἱππ. παρὰ Φίλωνι 1. 26), Ἡρόδ. 1. 110., 2. 119, Ἀριστοφάν. Εἰρ. 50, Πλάτ. Λῦσ. 212Ε, κτλ., ἀλλὰ (ὡς τὸ θηρίον) οὐδαμοῦ ἐν χρήσει παρὰ Τραγ.· ἐκ παιδίου, ἐκ παιδικῆς ἡλικίας, Ξενοφ. Κύρ. 1. 6, 20· παροιμ., τοῦ πατρὸς τὸ παιδίον: «παλαιὰ ἡ παροιμία τιθεμένη ἐπὶ τῶν ὅμοια ποιούντων τοῖς πατράσιν» Α. Β. 65· οὕτω, τῆς μητρὸς τὸ π. Στράβ. 470. ΙΙ. νέος, μικρὸς δοῦλος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 37, Νεφέλ. 132. ΙΙΙ. τὸ παιδίον, νόσος τῶν παιδίων, πιθ. σπασμοί, Ἱππ. π. Ἀέρ. 281, ἔνθα ὁ Foës. προτιμᾷ τὴν ἀνάγνωσιν παιδικόν, ἴδε Oecon ἐν λ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 petit enfant (garçon ou fille) au-dessous de sept ans ; ἐκ παιδίου XÉN dès la plus tendre enfance ; τὰ παιδία παίζει;
2 jeune serviteur, petit esclave.
Étymologie: παῖς.