περιβολιβόω: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
(6_2)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perivolivoo
|Transliteration C=perivolivoo
|Beta Code=peribolibo/w
|Beta Code=peribolibo/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">case in lead</b>, IG12(1).694 (Rhodes).</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[case in lead]], IG12(1).694 (Rhodes).</span>
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιβολῐβόω''': [[περιβάλλω]] διὰ μολύβδου, ἴδε ἐν λ. [[μόλιβος]]. ― περιβολιβῶσαι (= περιμολιβῶσαι), ἀπαρέμφ., Ἐπιγρ. Καμιρέων Ρόδου, Bul. de cor. hel. IV, σ. 144. ― Οὐδὲ τὸ περιμολιβόω εὕρηται ἐν τῷ Θησ. Στεφ., τὸ [[βόλιμος]] [[ὅμως]] κεῖται [[αὐτοῦ]] κατακεχωρισμένον ὡς τῶν Συρακοσίων [[ἴδιον]]· καὶ νῦν δὲ [[ἐνιαχοῦ]] τῆς Ἑλλάδος λέγεται βολίμι(ο)ν, βολίβι(ον) [[ὅμως]], ὡς ἐκ τοῦ περιβολιβῶσαι ὑποδεικνύεται, δὲν μ’ ἔτυχε ν’ ἀκούσω, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
|lstext='''περιβολῐβόω''': [[περιβάλλω]] διὰ μολύβδου, ἴδε ἐν λ. [[μόλιβος]]. ― περιβολιβῶσαι (= περιμολιβῶσαι), ἀπαρέμφ., Ἐπιγρ. Καμιρέων Ρόδου, Bul. de cor. hel. IV, σ. 144. ― Οὐδὲ τὸ περιμολιβόω εὕρηται ἐν τῷ Θησ. Στεφ., τὸ [[βόλιμος]] [[ὅμως]] κεῖται [[αὐτοῦ]] κατακεχωρισμένον ὡς τῶν Συρακοσίων [[ἴδιον]]· καὶ νῦν δὲ [[ἐνιαχοῦ]] τῆς Ἑλλάδος λέγεται βολίμι(ο)ν, βολίβι(ον) [[ὅμως]], ὡς ἐκ τοῦ περιβολιβῶσαι ὑποδεικνύεται, δὲν μ’ ἔτυχε ν’ ἀκούσω, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
}}
}}

Revision as of 13:44, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιβολῐβόω Medium diacritics: περιβολιβόω Low diacritics: περιβολιβόω Capitals: ΠΕΡΙΒΟΛΙΒΟΩ
Transliteration A: peribolibóō Transliteration B: periboliboō Transliteration C: perivolivoo Beta Code: peribolibo/w

English (LSJ)

   A case in lead, IG12(1).694 (Rhodes).

Greek (Liddell-Scott)

περιβολῐβόω: περιβάλλω διὰ μολύβδου, ἴδε ἐν λ. μόλιβος. ― περιβολιβῶσαι (= περιμολιβῶσαι), ἀπαρέμφ., Ἐπιγρ. Καμιρέων Ρόδου, Bul. de cor. hel. IV, σ. 144. ― Οὐδὲ τὸ περιμολιβόω εὕρηται ἐν τῷ Θησ. Στεφ., τὸ βόλιμος ὅμως κεῖται αὐτοῦ κατακεχωρισμένον ὡς τῶν Συρακοσίων ἴδιον· καὶ νῦν δὲ ἐνιαχοῦ τῆς Ἑλλάδος λέγεται βολίμι(ο)ν, βολίβι(ον) ὅμως, ὡς ἐκ τοῦ περιβολιβῶσαι ὑποδεικνύεται, δὲν μ’ ἔτυχε ν’ ἀκούσω, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.