περισυνάγω: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(6_3)
(32)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''περισυνάγω''': [[συνάγω]] τι [[πέριξ]] τινὸς ἢ [[συνάγω]] [[πανταχόθεν]] εἰς ἓν [[μέρος]], Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 2. 231, Ἐπιφάν., κλπ.
|lstext='''περισυνάγω''': [[συνάγω]] τι [[πέριξ]] τινὸς ἢ [[συνάγω]] [[πανταχόθεν]] εἰς ἓν [[μέρος]], Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 2. 231, Ἐπιφάν., κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[συνάγω]]<br /><b>1.</b> [[συγκεντρώνω]] [[κάτι]] [[γύρω]] από [[κάτι]] [[άλλο]] ή από κάποιον<br /><b>2.</b> [[συγκεντρώνω]] διασκορπισμένα μέρη ενός συνόλου, [[συναθροίζω]] από [[παντού]] σε ένα [[μέρος]], [[περισυλλέγω]], [[συμμαζεύω]].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισυνάγω Medium diacritics: περισυνάγω Low diacritics: περισυνάγω Capitals: ΠΕΡΙΣΥΝΑΓΩ
Transliteration A: perisynágō Transliteration B: perisynagō Transliteration C: perisynago Beta Code: perisuna/gw

English (LSJ)

   A gloss on ἀφροίζω, Sch.E.Hec.1139 :—Pass., gloss on ἀμφαγέρονται, Sch.Opp.H.3.231 ; περισυνηγμένων collected from all round, gloss on παντοδαπῶν, Sch.Them.Or.16.201a.

Greek (Liddell-Scott)

περισυνάγω: συνάγω τι πέριξ τινὸς ἢ συνάγω πανταχόθεν εἰς ἓν μέρος, Σχόλ. εἰς Ὀππ. Ἁλ. 2. 231, Ἐπιφάν., κλπ.

Greek Monolingual

ΜΑ συνάγω
1. συγκεντρώνω κάτι γύρω από κάτι άλλο ή από κάποιον
2. συγκεντρώνω διασκορπισμένα μέρη ενός συνόλου, συναθροίζω από παντού σε ένα μέρος, περισυλλέγω, συμμαζεύω.