πατροκτονέω: Difference between revisions
From LSJ
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πατροκτονέω''': [[φονεύω]] τὸν πατέρα μου, πατροκτονοῦσα γὰρ ξυνοικήσεις ἐμοί; Αἰσχύλ. Χο. 909. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 98. | |lstext='''πατροκτονέω''': [[φονεύω]] τὸν πατέρα μου, πατροκτονοῦσα γὰρ ξυνοικήσεις ἐμοί; Αἰσχύλ. Χο. 909. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 98. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />tuer son père.<br />'''Étymologie:''' [[πατροκτόνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
A murder one's father, A.Ch.909, Luc.Tyr.1.
German (Pape)
[Seite 536] den Vater morden; Aesch. Ch. 896; Luc. Tyrannic. 1 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πατροκτονέω: φονεύω τὸν πατέρα μου, πατροκτονοῦσα γὰρ ξυνοικήσεις ἐμοί; Αἰσχύλ. Χο. 909. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 98.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
tuer son père.
Étymologie: πατροκτόνος.