πυράμινος: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(6_3) |
(35) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῡράμῐνος''': [ᾰ], -η, -ον, (πυρὸς) ποιητ. ἀντὶ [[πύρινος]], ὡς τὸ [[κριθάμινος]] ἀντὶ [[κρίθινος]], ὁ ἐκ σίτου, [[σίτινος]], ἀθέρες Ἡσ. Ἀπόσπ. 2. 2· ἄλευρα Πολύαιν. 4. 3, 32. | |lstext='''πῡράμῐνος''': [ᾰ], -η, -ον, (πυρὸς) ποιητ. ἀντὶ [[πύρινος]], ὡς τὸ [[κριθάμινος]] ἀντὶ [[κρίθινος]], ὁ ἐκ σίτου, [[σίτινος]], ἀθέρες Ἡσ. Ἀπόσπ. 2. 2· ἄλευρα Πολύαιν. 4. 3, 32. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και σπυράμενος, -η, -ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που αποτελείται από [[σιτάρι]], [[σιταρένιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυρός]] «[[σιτάρι]]» ([[αντί]] του [[πύρινος]] ΙΙ), [[κατά]] τα <i>κυ</i>-<i>άμινος</i>, <i>σησ</i>-<i>άμινος</i> (<b>πρβλ.</b> [[κριθάμινος]]: [[κρίθινος]]: [[κριθή]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], η, ον, (πυρός) poet. for πύρινος, as κριθάμινος for κρίθινος,
A wheaten, ἀθέρες Hes.Fr.117; ἄλευρα Polyaen.4.3.32; cf. σπυραμινός.
German (Pape)
[Seite 820] poet. = πύρινος, von Weizen; Hes. frg. 2, 2; vgl. Polyaen. 4, 3, 32 u. κριθάμινος.
Greek (Liddell-Scott)
πῡράμῐνος: [ᾰ], -η, -ον, (πυρὸς) ποιητ. ἀντὶ πύρινος, ὡς τὸ κριθάμινος ἀντὶ κρίθινος, ὁ ἐκ σίτου, σίτινος, ἀθέρες Ἡσ. Ἀπόσπ. 2. 2· ἄλευρα Πολύαιν. 4. 3, 32.
Greek Monolingual
και σπυράμενος, -η, -ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που αποτελείται από σιτάρι, σιταρένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σιτάρι» (αντί του πύρινος ΙΙ), κατά τα κυ-άμινος, σησ-άμινος (πρβλ. κριθάμινος: κρίθινος: κριθή)].