σισυρνοδύτης: Difference between revisions
From LSJ
(6_3) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῐσυρνοδύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, ὁ ἐνδεδυμένος σίσυρναν, Λυκόφρ. 634. -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431. | |lstext='''σῐσυρνοδύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, ὁ ἐνδεδυμένος σίσυρναν, Λυκόφρ. 634. -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α<br />ντυμένος με [[σίσυρνα]], με [[κάπα]] ή [[γούνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σίσυρνα]], [[άλλος]] τ. του [[σισύρα]] «[[κάπα]]» <span style="color: red;">+</span> -[[δύτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δύω</i> «[[βυθίζω]], [[βουτώ]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ῥακο</i>-[[δύτης]], <i>τρωγλο</i>-[[δύτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:28, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῡ], ου, ὁ,
A one who wears a σίσυρνα, Lyc. 634.
German (Pape)
[Seite 884] ὁ, der in eine σίσυρνα kriecht od. schlüpft, mit einem Flausrocke bekleidet ist, Lycophr. 634.
Greek (Liddell-Scott)
σῐσυρνοδύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὁ ἐνδεδυμένος σίσυρναν, Λυκόφρ. 634. -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ντυμένος με σίσυρνα, με κάπα ή γούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίσυρνα, άλλος τ. του σισύρα «κάπα» + -δύτης (< δύω «βυθίζω, βουτώ»), πρβλ. ῥακο-δύτης, τρωγλο-δύτης.