ἀντάξιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντάξιος''': -α, -ον, [[ἴσος]] κατὰ τὴν ἀξίαν, μ. γεν., οὐ γὰρ ἐμοὶ ψυχῆς ἀντάξιον Ἰλ. Ι. 401˙ πολλῶν [[ἀντάξιος]] ἄλλων Λ. 514˙ [[ἕκαστος]] [[δέκα]] ἀνδρῶν ἀντ., [[ἴσος]] κατὰ τὴν ἀξίαν πρὸς [[δέκα]] ἄνδρας, Ἡρόδ. 7. 103, πρβλ. 2. 148˙ οὕτω καὶ παρὰ Πλάτ., Ξεν., κλ. 2) ἀπόλ., ὁ οὐχὶ κατωτέρας ἀξίας, [[ἰσάξιος]], ἄρσαντες κατὰ θυμόν, [[ὅπως]] ἀντάξιον ἔσται «ἴσον τῇ τιμῇ, ἰσότιμον» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 136: - Συγκρ. -ώτερος, Κύριλλ. Ἀλ. - Ἐπίρρ. -ίως Σχόλ. εἰς Λουκ. ([[Ζεὺς]] Τραγ. 55).
|lstext='''ἀντάξιος''': -α, -ον, [[ἴσος]] κατὰ τὴν ἀξίαν, μ. γεν., οὐ γὰρ ἐμοὶ ψυχῆς ἀντάξιον Ἰλ. Ι. 401˙ πολλῶν [[ἀντάξιος]] ἄλλων Λ. 514˙ [[ἕκαστος]] [[δέκα]] ἀνδρῶν ἀντ., [[ἴσος]] κατὰ τὴν ἀξίαν πρὸς [[δέκα]] ἄνδρας, Ἡρόδ. 7. 103, πρβλ. 2. 148˙ οὕτω καὶ παρὰ Πλάτ., Ξεν., κλ. 2) ἀπόλ., ὁ οὐχὶ κατωτέρας ἀξίας, [[ἰσάξιος]], ἄρσαντες κατὰ θυμόν, [[ὅπως]] ἀντάξιον ἔσται «ἴσον τῇ τιμῇ, ἰσότιμον» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 136: - Συγκρ. -ώτερος, Κύριλλ. Ἀλ. - Ἐπίρρ. -ίως Σχόλ. εἰς Λουκ. ([[Ζεὺς]] Τραγ. 55).
}}
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />équivalent à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ἄξιος]].
}}
}}

Revision as of 19:42, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντάξιος Medium diacritics: ἀντάξιος Low diacritics: αντάξιος Capitals: ΑΝΤΑΞΙΟΣ
Transliteration A: antáxios Transliteration B: antaxios Transliteration C: antaksios Beta Code: a)nta/cios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον Theoc.17.114:—

   A worth just as much as, c. gen., ψυχῆς ἀ. worth life itself, Il.9.401; πολλῶν ἀ. ἄλλων 11.514; ἕκαστος δέκα ἀνδρῶν ἀ. worth as much as ten, Hdt.7.103, cf. 2.148, Pl.Lg.730d, X.Mem.2.10.3 etc.; worthy of, τέχνας Theoc.l.c.    2 abs., worth as much, worth no less, Il.1.136.

German (Pape)

[Seite 244] gleichviel werth, aufwiegend, γέρας ἀντάξιον Iliad. 1, 136; ἰητρὸς ἀνὴρ πολλῶν ἀντ. ἄλλων Il. 11, 514, vgl. Plat. Conv. 214 b; ψυχῆς ἀντάξιον, so viel werth, wie das Leben, Iliad. 9, 401; κείνων ἕκαστος δέκα ἀνδρῶν ἀντ. Her. 7, 103 u. 2, 146; πᾶς ὁ χρυσὸς ἀρετῆς οὐκ ἀντ. Plat. Legg. V, 728 a; Folgd.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντάξιος: -α, -ον, ἴσος κατὰ τὴν ἀξίαν, μ. γεν., οὐ γὰρ ἐμοὶ ψυχῆς ἀντάξιον Ἰλ. Ι. 401˙ πολλῶν ἀντάξιος ἄλλων Λ. 514˙ ἕκαστος δέκα ἀνδρῶν ἀντ., ἴσος κατὰ τὴν ἀξίαν πρὸς δέκα ἄνδρας, Ἡρόδ. 7. 103, πρβλ. 2. 148˙ οὕτω καὶ παρὰ Πλάτ., Ξεν., κλ. 2) ἀπόλ., ὁ οὐχὶ κατωτέρας ἀξίας, ἰσάξιος, ἄρσαντες κατὰ θυμόν, ὅπως ἀντάξιον ἔσται «ἴσον τῇ τιμῇ, ἰσότιμον» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 136: - Συγκρ. -ώτερος, Κύριλλ. Ἀλ. - Ἐπίρρ. -ίως Σχόλ. εἰς Λουκ. (Ζεὺς Τραγ. 55).

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
équivalent à, gén..
Étymologie: ἀντί, ἄξιος.