ἰσάξιος
From LSJ
English (LSJ)
ἰσάξιον, of equal worth, Porph.Abst.2.55; τῷ Διί Procl.in Cra.p.50 P.; τοῖς θεοῖς Iamb.Myst.3.21; adequate, πρός τι Dam.Pr.43, cf. 28. Adv. ἰσαξίως Iamb.Myst.9.7.
German (Pape)
[Seite 1263] gleich an Werth, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσάξιος: -ον, ἴσης ἀξίας, Πορφυρ. π. Ἀποπ. Ἐμψύχ. 2. 55, κλ. - Ἐπίρρ. ἰσαξίως = ἴσως ἀξίως, Ἰαμβλ. Μυστ. 282, 4.
Greek Monolingual
-ια, -ο (Α ἰσάξιος, -ον)
αυτός που έχει ίση αξία με κάποιον άλλο, εφάμιλλος, ισότιμος (α. «είναι ισάξιος του πατέρα του» β. «ἰσάξιος τῷ Διί», Πρόκλ.)
μσν.
επαρκής, ανάλογος, ικανοποιητικός.
επίρρ...
ισαξίως και ισάξια (Α ἰσαξίως)
εξίσου, με την ίδια αξία, αντάξια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -άξιος (< ἄξιος), πρβλ. αντάξιος, τιμάξιος].