Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐμπλάσσω: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπλάσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -πλάσω: ᾰ: - [[πλάσσω]] [[ἐντός]] τινος, [[ἐντίθημι]], [[περικλείω]], κομίζειν τὸν πατέρα ἐν σμύρνῃ ἐμπλάσσοντα, περὶ τοῦ πτηνοῦ φοίνικος, Ἡρόδ. 2. 73· [[ἐπαλείφω]], ἐμπλασθέντα (τὰ πλοῖα) ἀσφάλτῳ Στράβων 743. 2) προσκολλῶ, ἐπικολλῶ, τὸν κηρὸν ἐμπλάττουσι Ἀριστ. Προβλ. 19. 23, 2. 3) ἐμφράττω, στουπώνω, τοὺς πόρους, τὰ φλέβια Θεοφρ. π. Αἰσθ. 66, κτλ. 4) [[σχηματίζω]] τι ἔν τινι, καὶ μέλισσαι [[κηρία]] ἐν τῇ ἀγορᾷ τῇ βοαρίᾳ ἐνέπλασαν Δίων Κ. 78. 25. ΙΙ. παθ., ἐμπλάσσομαι, [[λαμβάνω]] τὸν τύπον τινός, καὶ ἢν πιέζῃς τῷ δακτύλῳ ἐμπλάσσεται [[ὥσπερ]] ἐν σταιτὶ Ἱππ. 641. 16 καὶ 51., 643. 48.
|lstext='''ἐμπλάσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. -πλάσω: ᾰ: - [[πλάσσω]] [[ἐντός]] τινος, [[ἐντίθημι]], [[περικλείω]], κομίζειν τὸν πατέρα ἐν σμύρνῃ ἐμπλάσσοντα, περὶ τοῦ πτηνοῦ φοίνικος, Ἡρόδ. 2. 73· [[ἐπαλείφω]], ἐμπλασθέντα (τὰ πλοῖα) ἀσφάλτῳ Στράβων 743. 2) προσκολλῶ, ἐπικολλῶ, τὸν κηρὸν ἐμπλάττουσι Ἀριστ. Προβλ. 19. 23, 2. 3) ἐμφράττω, στουπώνω, τοὺς πόρους, τὰ φλέβια Θεοφρ. π. Αἰσθ. 66, κτλ. 4) [[σχηματίζω]] τι ἔν τινι, καὶ μέλισσαι [[κηρία]] ἐν τῇ ἀγορᾷ τῇ βοαρίᾳ ἐνέπλασαν Δίων Κ. 78. 25. ΙΙ. παθ., ἐμπλάσσομαι, [[λαμβάνω]] τὸν τύπον τινός, καὶ ἢν πιέζῃς τῷ δακτύλῳ ἐμπλάσσεται [[ὥσπερ]] ἐν σταιτὶ Ἱππ. 641. 16 καὶ 51., 643. 48.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐμπλάσω, <i>ao.</i> ἐνέπλασα;<br />modeler dans ; enduire : ἔν τινι de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[πλάσσω]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπλάσσω Medium diacritics: ἐμπλάσσω Low diacritics: εμπλάσσω Capitals: ΕΜΠΛΑΣΣΩ
Transliteration A: emplássō Transliteration B: emplassō Transliteration C: emplasso Beta Code: e)mpla/ssw

English (LSJ)

Att. ἐμπλάττω,

   A plaster up, τὸν πατέρα ἐν σμύρνῃ ἐ. Hdt.2.73; ἀσφάλτῳ ἐμπλασθείς Str.16.1.15.    2 stuff in, κηρὸν εἴς τι Arist.Pr.919b9.    3 stop up, τὰ φλέβια, Thphr.Sens.66; clog the teeth of a saw, Id.HP5.6.3:—Pass., -πλασσομένων τῶν πόρων Id.Sens.14.    4 form in, κηρία ἔν τινι D.C.78.25.    5 cause to adhere, τῇ γαστρὶ χυμόν Gal.6.428:— Pass., Id.15.204.    b abs., to be viscous, Id.6.495.    II Pass., have an impression left or made, Hp.Mul.2.116, al.

German (Pape)

[Seite 814] att. -πλάττω (s. πλάσσω), darin-, darausstreichen, -schmieren; ἐν σμύρνῃ Her. 2, 73; Arist. u. Sp.; πλοῖα ἐμπλασθέντα ἀσφάλτῳ Strab. XVI p. 743; verstopfen, πόρους, Gal.; darin bilden, μέλισσαι κηρία ἐν ἀγορᾷ ἐνέπλασαν D. Cass. 78, 25; eindrücken, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπλάσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -πλάσω: ᾰ: - πλάσσω ἐντός τινος, ἐντίθημι, περικλείω, κομίζειν τὸν πατέρα ἐν σμύρνῃ ἐμπλάσσοντα, περὶ τοῦ πτηνοῦ φοίνικος, Ἡρόδ. 2. 73· ἐπαλείφω, ἐμπλασθέντα (τὰ πλοῖα) ἀσφάλτῳ Στράβων 743. 2) προσκολλῶ, ἐπικολλῶ, τὸν κηρὸν ἐμπλάττουσι Ἀριστ. Προβλ. 19. 23, 2. 3) ἐμφράττω, στουπώνω, τοὺς πόρους, τὰ φλέβια Θεοφρ. π. Αἰσθ. 66, κτλ. 4) σχηματίζω τι ἔν τινι, καὶ μέλισσαι κηρία ἐν τῇ ἀγορᾷ τῇ βοαρίᾳ ἐνέπλασαν Δίων Κ. 78. 25. ΙΙ. παθ., ἐμπλάσσομαι, λαμβάνω τὸν τύπον τινός, καὶ ἢν πιέζῃς τῷ δακτύλῳ ἐμπλάσσεται ὥσπερ ἐν σταιτὶ Ἱππ. 641. 16 καὶ 51., 643. 48.

French (Bailly abrégé)

f. ἐμπλάσω, ao. ἐνέπλασα;
modeler dans ; enduire : ἔν τινι de qch.
Étymologie: ἐν, πλάσσω.