βλάξ: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βλάξ''': βλᾱκός, ὁ, ἡ, [[μαλθακός]], νωθρὸς τό τε [[σῶμα]] καὶ τὴν ψυχήν, [[μωρός]], [[ἠλίθιος]], Πλάτ. Γοργ. 488Α, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 12· θεὸς κολάζει τοὺς βλᾶκας ὁ αὐτ. Οἰκ. 8, 16· βλὰξ [[ἄνθρωπος]] Ἡρακλειτ. παρὰ Πλουτ. 2. 40F· συνήθως ἐπὶ προσώπων, [[ἀλλά]], βλ. [[ἵππος]], ἀντίθ. τῷ [[θυμοειδής]], Ξεν. Ἱππ. 9, 12· - ἐν Ἀπομν. 4. 2. 40., 3. 13, 4, τὰ χφα παρέχουσι συγκρ. καὶ ὑπερθ. βλᾱκώτερος, βλᾱκώτατος· ἀλλ’ οἱ τύποι οὗτοι [[εἶναι]] βεβαίως ἐσφαλμένοι· ὁ Ἀθήν., 277D, ἀναφέρων τὸ πρῶτον τῶν ἀνωτέρω χωρίων, ἀναγιγνώσκει βλακίστατος, καὶ ἐν τῷ δευτέρῳ [[ἴσως]] βλακικώτερος [[εἶναι]] ἡ ὀρθὴ γραφή. (√ΒΛΑΚ ἐν τοῖς [[βλάξ]], βληχρὸς = √ΜΑΛΑΚ ἐν τοῖς [[μαλακός]], πρβλ. [[βλώσκω]], [[μολεῖν]]· ἴδε ἐν λ. [[μαλακός]]).
|lstext='''βλάξ''': βλᾱκός, ὁ, ἡ, [[μαλθακός]], νωθρὸς τό τε [[σῶμα]] καὶ τὴν ψυχήν, [[μωρός]], [[ἠλίθιος]], Πλάτ. Γοργ. 488Α, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 12· θεὸς κολάζει τοὺς βλᾶκας ὁ αὐτ. Οἰκ. 8, 16· βλὰξ [[ἄνθρωπος]] Ἡρακλειτ. παρὰ Πλουτ. 2. 40F· συνήθως ἐπὶ προσώπων, [[ἀλλά]], βλ. [[ἵππος]], ἀντίθ. τῷ [[θυμοειδής]], Ξεν. Ἱππ. 9, 12· - ἐν Ἀπομν. 4. 2. 40., 3. 13, 4, τὰ χφα παρέχουσι συγκρ. καὶ ὑπερθ. βλᾱκώτερος, βλᾱκώτατος· ἀλλ’ οἱ τύποι οὗτοι [[εἶναι]] βεβαίως ἐσφαλμένοι· ὁ Ἀθήν., 277D, ἀναφέρων τὸ πρῶτον τῶν ἀνωτέρω χωρίων, ἀναγιγνώσκει βλακίστατος, καὶ ἐν τῷ δευτέρῳ [[ἴσως]] βλακικώτερος [[εἶναι]] ἡ ὀρθὴ γραφή. (√ΒΛΑΚ ἐν τοῖς [[βλάξ]], βληχρὸς = √ΜΑΛΑΚ ἐν τοῖς [[μαλακός]], πρβλ. [[βλώσκω]], [[μολεῖν]]· ἴδε ἐν λ. [[μαλακός]]).
}}
{{bailly
|btext=βλακός (ὁ, ἡ)<br />mou, indolent, paresseux, lâche;<br /><i>Sp.</i> [[βλακίστατος]].<br />'''Étymologie:''' pour *μβλάξ, *μλάξ, de la R. Μλάξ, être mou ; cf. [[μαλακός]], [[ἀμβλύς]] ; et pour μλ devenu βλ, cf. [[μολεῖν]] et [[βλώσκω]], [[βροτός]] et <i>lat.</i> mortuus.
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλάξ Medium diacritics: βλάξ Low diacritics: βλαξ Capitals: ΒΛΑΞ
Transliteration A: bláx Transliteration B: blax Transliteration C: vlaks Beta Code: bla/c

English (LSJ)

βλᾱκός, ὁ, ἡ,

   A stolid, stupid, Pl.Grg.488a; β. καὶ ἠλίθιος X.Cyr. 1.4.12; β. καὶ ἄφρων Arist.EE1247a18; θεὸς κολάζει τοὺς βλᾶκας X.Oec.8.16, cf. Plb. 16.22.5; β. ἄνθρωπος Heraclit.87: usually of persons, but β. ἵππος, opp. θυμοειδής, X.Eq.9.12: Comp. βλακότερος or -ώτερος Id.Mem.4.2.40: Sup. βλακότατος or -ώτατος (but -ίστατος ap.Ath.) ib.3.13.4.    II name of a fish, ὃς ἐν τῷ συνουσιάζειν δυσαπολύτως ἔχει, Erot. s.v. βλακεύειν. (Perh. βλᾱ- < μλᾱ-, cf. Skt. ml[amacracute]yati 'become soft', μαλακός: Hsch., ἀπό τινος ἰχθύος δασώδους (leg. δυσώδους).)

German (Pape)

[Seite 447] (βλάζω, od. besser mit E. M. u. Buttm. Lexil. II S. 262 = μαλακός), gen. βλακός, schlaff, lässig, träge, bes. geistig, nicht regsam, dumm, VLL. ἀναίσθητος, μωρός; Plat. Gorg. 488 a; καὶ ἠλίθιος Xen. Cyr. 1, 4, 18; ἵππος, dem θυμοειδής entggstzt, Equ. 9, 12; Pol. 16, 22; superl. βλακίστατος Xen. Mem. 3, 13, 4, statt βλακώτατος zu schreiben, aus Ath. VII, 277 d. Vgl. auch βλακικός. – Bei Sp. = weichlich, schwelgerisch, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

βλάξ: βλᾱκός, ὁ, ἡ, μαλθακός, νωθρὸς τό τε σῶμα καὶ τὴν ψυχήν, μωρός, ἠλίθιος, Πλάτ. Γοργ. 488Α, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 12· θεὸς κολάζει τοὺς βλᾶκας ὁ αὐτ. Οἰκ. 8, 16· βλὰξ ἄνθρωπος Ἡρακλειτ. παρὰ Πλουτ. 2. 40F· συνήθως ἐπὶ προσώπων, ἀλλά, βλ. ἵππος, ἀντίθ. τῷ θυμοειδής, Ξεν. Ἱππ. 9, 12· - ἐν Ἀπομν. 4. 2. 40., 3. 13, 4, τὰ χφα παρέχουσι συγκρ. καὶ ὑπερθ. βλᾱκώτερος, βλᾱκώτατος· ἀλλ’ οἱ τύποι οὗτοι εἶναι βεβαίως ἐσφαλμένοι· ὁ Ἀθήν., 277D, ἀναφέρων τὸ πρῶτον τῶν ἀνωτέρω χωρίων, ἀναγιγνώσκει βλακίστατος, καὶ ἐν τῷ δευτέρῳ ἴσως βλακικώτερος εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφή. (√ΒΛΑΚ ἐν τοῖς βλάξ, βληχρὸς = √ΜΑΛΑΚ ἐν τοῖς μαλακός, πρβλ. βλώσκω, μολεῖν· ἴδε ἐν λ. μαλακός).

French (Bailly abrégé)

βλακός (ὁ, ἡ)
mou, indolent, paresseux, lâche;
Sp. βλακίστατος.
Étymologie: pour *μβλάξ, *μλάξ, de la R. Μλάξ, être mou ; cf. μαλακός, ἀμβλύς ; et pour μλ devenu βλ, cf. μολεῖν et βλώσκω, βροτός et lat. mortuus.