ἐποχεύω: Difference between revisions
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(6_6) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐποχεύω''': ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, ἐπιπηδῶ, [[ὀχεύω]], βατεύω, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 5, 6. Μέσ., συνδυάζομαι, ἑνοῦμαι, θερμὸν δ’ ἐποχεύετο θερμῷ Ἐμπεδ. παρὰ Μακροβ. 7. 5. | |lstext='''ἐποχεύω''': ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, ἐπιπηδῶ, [[ὀχεύω]], βατεύω, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 5, 6. Μέσ., συνδυάζομαι, ἑνοῦμαι, θερμὸν δ’ ἐποχεύετο θερμῷ Ἐμπεδ. παρὰ Μακροβ. 7. 5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐποχεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> (για [[αρσενικό]]) [[βατεύω]], [[οχεύω]], [[πηδώ]].<br /><b>2.</b> (για [[υγρό]]) ανακατώνομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[οχεύω]] «[[επιβαίνω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 29 September 2017
English (LSJ)
of the male animal,
A spring upon, cover, Arist.GA741a31:—Med., couple with, θερμὸν δ' ἐποχεύετο θερμῷ Emp.90 (dub. l.).
German (Pape)
[Seite 1011] wieder bespringen, von männlichen Thieren, Arist. gen. anim. 2, 5; übertr., sich verbinden, θερμὸν ἐποχεύετο θερμῷ Empedocl. 158.
Greek (Liddell-Scott)
ἐποχεύω: ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, ἐπιπηδῶ, ὀχεύω, βατεύω, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 5, 6. Μέσ., συνδυάζομαι, ἑνοῦμαι, θερμὸν δ’ ἐποχεύετο θερμῷ Ἐμπεδ. παρὰ Μακροβ. 7. 5.
Greek Monolingual
ἐποχεύω (Α)
1. (για αρσενικό) βατεύω, οχεύω, πηδώ.
2. (για υγρό) ανακατώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οχεύω «επιβαίνω»].