τέλθος: Difference between revisions
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
(6_6) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τέλθος''': -εος, τό, [[σπάνιος]] ποιητικ. [[τύπος]] ἀντὶ [[τέλος]], Καλλ. εἰς Λουτρ. Παλλάδ. 106, εἰς Δήμητρ. 77. (Ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ [[τέλος]], ὡς τὸ [[ἄχθος]] ἐκ τοῦ [[ἄχος]]). | |lstext='''τέλθος''': -εος, τό, [[σπάνιος]] ποιητικ. [[τύπος]] ἀντὶ [[τέλος]], Καλλ. εἰς Λουτρ. Παλλάδ. 106, εἰς Δήμητρ. 77. (Ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ [[τέλος]], ὡς τὸ [[ἄχθος]] ἐκ τοῦ [[ἄχος]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ους, τὸ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) [[χρέος]], [[οφειλή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τέλος]] πιθ. [[κατά]] τα [[ἄχθος]], [[πλῆθος]]. Ο [[σχηματισμός]] του τ. εκλαμβάνεται ως [[δωρισμός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:51, 29 September 2017
English (LSJ)
εος, τό,
A debt, payment due, κομίζευ . . τ. ὀφειλόμενον Call. Lav.Pall.106; τ. ἀπαιτησῶν ἑκατὸν βόας Id.Cer.78.
German (Pape)
[Seite 1088] εος, τό, seltene poet. Form für τέλος, Callim. Lav. Pall. 206 Cer. 77.
Greek (Liddell-Scott)
τέλθος: -εος, τό, σπάνιος ποιητικ. τύπος ἀντὶ τέλος, Καλλ. εἰς Λουτρ. Παλλάδ. 106, εἰς Δήμητρ. 77. (Ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ τέλος, ὡς τὸ ἄχθος ἐκ τοῦ ἄχος).
Greek Monolingual
-ους, τὸ, Α
(ποιητ. τ.) χρέος, οφειλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλος πιθ. κατά τα ἄχθος, πλῆθος. Ο σχηματισμός του τ. εκλαμβάνεται ως δωρισμός].