ὀκλαδόν: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death
(6_7) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀκλᾰδόν''': Ἐπίρρ., μὲ κεκαμμένα τὰ σκέλη, «γονατιστά», Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 122· [[ὡσαύτως]] [[ὀκλάξ]], ὃ ἴδε. | |lstext='''ὀκλᾰδόν''': Ἐπίρρ., μὲ κεκαμμένα τὰ σκέλη, «γονατιστά», Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 122· [[ὡσαύτως]] [[ὀκλάξ]], ὃ ἴδε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(Α [[ὀκλαδόν]])<br /><b>επίρρ.</b> με κεκαμμένα τα σκέλη, γονατιστά<br /><b>νεοελλ.</b><br />με τα πόδια σταυρωτά, [[ανακούρκουδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀκλάζω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. –<i>αδόν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μετωπ</i>-<i>αδόν</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv.
A with bent hams, in crouching, cowering posture, A.R.3.122, Nonn.D.1.358, al.; cf ὀκλάξ.
German (Pape)
[Seite 315] mit gebogenen Knieen kauernd, hockend, ἧστο, Ap. Rh. 3, 122.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκλᾰδόν: Ἐπίρρ., μὲ κεκαμμένα τὰ σκέλη, «γονατιστά», Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 122· ὡσαύτως ὀκλάξ, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
(Α ὀκλαδόν)
επίρρ. με κεκαμμένα τα σκέλη, γονατιστά
νεοελλ.
με τα πόδια σταυρωτά, ανακούρκουδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκλάζω + επιρρμ. κατάλ. –αδόν (πρβλ. μετωπ-αδόν)].