Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξυρήκης: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠρήκης''': -ες, (ἀκὴ) [[ὀξύς]], κοπτερὸς ὡς [[ξυράφιον]], Ξεν. Κυν. 10. 3. ΙΙ. Παθ., [[μέχρι]] δέρματος ἐξυρημένος, [[κάρα]] Εὐρ. Φοίν. 372, Ἠλ. 335˙ κουρᾷ ξυρήκει, διὰ κουρᾶς [[μέχρι]] δέρματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 427. 2) κατ’ Αἴλ. Διονύσ. παρ’ Εὐστ. 939. 12, [[ξυρήκης]]˙ ὁ [[ξυρήσιμος]] καὶ κουριῶν, πρβλ. Φώτ., Σουΐδ.
|lstext='''ξῠρήκης''': -ες, (ἀκὴ) [[ὀξύς]], κοπτερὸς ὡς [[ξυράφιον]], Ξεν. Κυν. 10. 3. ΙΙ. Παθ., [[μέχρι]] δέρματος ἐξυρημένος, [[κάρα]] Εὐρ. Φοίν. 372, Ἠλ. 335˙ κουρᾷ ξυρήκει, διὰ κουρᾶς [[μέχρι]] δέρματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 427. 2) κατ’ Αἴλ. Διονύσ. παρ’ Εὐστ. 939. 12, [[ξυρήκης]]˙ ὁ [[ξυρήσιμος]] καὶ κουριῶν, πρβλ. Φώτ., Σουΐδ.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />rasé, tondu avec un rasoir.<br />'''Étymologie:''' [[ξυρόν]], [[ἀκή]].
}}
}}

Revision as of 19:45, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠρήκης Medium diacritics: ξυρήκης Low diacritics: ξυρήκης Capitals: ΞΥΡΗΚΗΣ
Transliteration A: xyrḗkēs Transliteration B: xyrēkēs Transliteration C: ksyrikis Beta Code: curh/khs

English (LSJ)

ες, (ἀκή A)

   A keen as a razor, X.Cyn.10.3.    II Pass., close-shaven, κάρα E.Ph.[372], El.335 ; κουρᾷ ξυρήκει with close tonsure, Id.Alc.427.    2 = sq., Ael.Dion.Fr.265, cf. Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 282] ες, scharf wie ein Scheermesser, λόγχαι, Xen. Cyn. 10, 3; – kahl abgeschoren, κουρᾷ ξυρήκει καὶ μελαμπέπλῳ στολῇ, als Zeichen der Trauer, Eur. Alc. 429; κάρα ξυρῆκες, El. 335 Phoen. 375 (ξυρηκές f. acc.). – Nach Ael. Dion. bei Eust. auch = ξυρήσιμος.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠρήκης: -ες, (ἀκὴ) ὀξύς, κοπτερὸς ὡς ξυράφιον, Ξεν. Κυν. 10. 3. ΙΙ. Παθ., μέχρι δέρματος ἐξυρημένος, κάρα Εὐρ. Φοίν. 372, Ἠλ. 335˙ κουρᾷ ξυρήκει, διὰ κουρᾶς μέχρι δέρματος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 427. 2) κατ’ Αἴλ. Διονύσ. παρ’ Εὐστ. 939. 12, ξυρήκης˙ ὁ ξυρήσιμος καὶ κουριῶν, πρβλ. Φώτ., Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
rasé, tondu avec un rasoir.
Étymologie: ξυρόν, ἀκή.