συγγραφεύς: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγγρᾰφεύς''': έως, ὁ, ὁ συλλέγων καὶ καταγράφων ἱστορικὰ γεγονότα, [[ἱστοριογράφος]], Ξεν. Ἑλλην. 7. 2, 1, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Θουκ. 5· ἀκολούθως, [[καθόλου]], [[πεζογράφος]] ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ποιητής]], Πλάτ. Φαίδρ. 23 C· τῶν λόγων [[αὐτόθι]] 278Ε, Ἰσοκρ. 3 7C καὶ [[ἁπλῶς]], [[συγγραφεύς]], ὡς καὶ νῦν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1150. Πλάτ. Φαῖδρ. 272Β· πρβλ Hend. εἰς Πλάτ. Λῦσιν 204D, Schäf εἰς Διονύσ. Ἁλ. π. Συνθέσ. 105. ΙΙ. συγγραφεῖς, οἱ, ἐν Ἀθήναις οἱ ἐκλεχθέντες (κατὰ τὸ 21ον [[ἔτος]] τοῦ Πελλοποννησιακοῦ πολέμου) [[ὅπως]] παρασκευάσωσι σχέδιον πρὸς μεταβολὴν τοῦ πολιτεύματος Θουκ. 8. 67, πρβλ. Ἰσοκρ. 151D ― [[Κατὰ]] τὰ Α Β. σ. 301, 13 : “συγγραφεῖς : οἱ ᾑρημένοι παρὰ τῆς πόλεως ἄνδρες, ἵνα συγγράφωσι τοὺς μεθέξοντας τῆς τῶν τετρακοσίων ἀρχῆς, οἱ δ’ αὐτοὶ ἐκαλοῦντο καὶ καταλογεῖς.
|lstext='''συγγρᾰφεύς''': έως, ὁ, ὁ συλλέγων καὶ καταγράφων ἱστορικὰ γεγονότα, [[ἱστοριογράφος]], Ξεν. Ἑλλην. 7. 2, 1, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Θουκ. 5· ἀκολούθως, [[καθόλου]], [[πεζογράφος]] ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ποιητής]], Πλάτ. Φαίδρ. 23 C· τῶν λόγων [[αὐτόθι]] 278Ε, Ἰσοκρ. 3 7C καὶ [[ἁπλῶς]], [[συγγραφεύς]], ὡς καὶ νῦν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1150. Πλάτ. Φαῖδρ. 272Β· πρβλ Hend. εἰς Πλάτ. Λῦσιν 204D, Schäf εἰς Διονύσ. Ἁλ. π. Συνθέσ. 105. ΙΙ. συγγραφεῖς, οἱ, ἐν Ἀθήναις οἱ ἐκλεχθέντες (κατὰ τὸ 21ον [[ἔτος]] τοῦ Πελλοποννησιακοῦ πολέμου) [[ὅπως]] παρασκευάσωσι σχέδιον πρὸς μεταβολὴν τοῦ πολιτεύματος Θουκ. 8. 67, πρβλ. Ἰσοκρ. 151D ― [[Κατὰ]] τὰ Α Β. σ. 301, 13 : “συγγραφεῖς : οἱ ᾑρημένοι παρὰ τῆς πόλεως ἄνδρες, ἵνα συγγράφωσι τοὺς μεθέξοντας τῆς τῶν τετρακοσίων ἀρχῆς, οἱ δ’ αὐτοὶ ἐκαλοῦντο καὶ καταλογεῖς.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br /><b>1</b> écrivain, <i>particul.</i> prosateur, <i>spécial.</i> historien;<br /><b>2</b> <i>à Athènes</i> membre d’un conseil chargé de préparer et de rédiger les projets de loi.<br />'''Étymologie:''' [[συγγράφω]].
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγγρᾰφεύς Medium diacritics: συγγραφεύς Low diacritics: συγγραφεύς Capitals: ΣΥΓΓΡΑΦΕΥΣ
Transliteration A: syngrapheús Transliteration B: syngrapheus Transliteration C: syggrafeys Beta Code: suggrafeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A one who collects and writes down historic facts, historian, X.HG7.2.1, D.H.Th.5: then, generally, prose-writer, opp. poet, Pl.Phdr.235c; λόγων ib.278e, Isoc.15.35; and, simply, writer, author, Ar.Ach.1150, Pl.Phdr.272b, Phld.Mus. p.68K., Gal. 15.593, al.    II συγγραφῆς, οἱ, commissioners appointed to draw up measures, Th.8.67, IG12.22.3, al., Philoch.122, Isoc.7.58.    III party to a contract, BGU636.23 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 962] έως, ὁ, der Aufschreibende, bes. der geschichtliche Thatsachen zusammenträgt u. aufschreibt, der Geschichtschreiber, Xen. Hell. 7, 2, 1 u. Folgde. Uebh. der prosaische Schriftsteller, im Ggstz von ποιητής, Heind. Plat. Lys. 204 d, vgl. Phaedr. 235 c; λόγων, 278 e; obwohl Ar. Ach. 1151 neben einander stellt τὸν ξυγγραφῆ, τὸν μελέων ποιητήν; oft bei Luc.; S. Emp. adv. gramm. 57 συγγραφεῖς οἱ καταλογάδην πραγματευσάμενοι. – In Athen waren οἱ συγγραφεῖς ein Ausschuß, dem alle Vorschläge zu Abänderungen in der Verfassung übergeben wurden, um sie dem Volke vorzutragen, Lys. 30, 17. 21, vgl. Thuc. 8, 67 u. Harpocr.

Greek (Liddell-Scott)

συγγρᾰφεύς: έως, ὁ, ὁ συλλέγων καὶ καταγράφων ἱστορικὰ γεγονότα, ἱστοριογράφος, Ξεν. Ἑλλην. 7. 2, 1, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Θουκ. 5· ἀκολούθως, καθόλου, πεζογράφος ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ποιητής, Πλάτ. Φαίδρ. 23 C· τῶν λόγων αὐτόθι 278Ε, Ἰσοκρ. 3 7C καὶ ἁπλῶς, συγγραφεύς, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1150. Πλάτ. Φαῖδρ. 272Β· πρβλ Hend. εἰς Πλάτ. Λῦσιν 204D, Schäf εἰς Διονύσ. Ἁλ. π. Συνθέσ. 105. ΙΙ. συγγραφεῖς, οἱ, ἐν Ἀθήναις οἱ ἐκλεχθέντες (κατὰ τὸ 21ον ἔτος τοῦ Πελλοποννησιακοῦ πολέμου) ὅπως παρασκευάσωσι σχέδιον πρὸς μεταβολὴν τοῦ πολιτεύματος Θουκ. 8. 67, πρβλ. Ἰσοκρ. 151D ― Κατὰ τὰ Α Β. σ. 301, 13 : “συγγραφεῖς : οἱ ᾑρημένοι παρὰ τῆς πόλεως ἄνδρες, ἵνα συγγράφωσι τοὺς μεθέξοντας τῆς τῶν τετρακοσίων ἀρχῆς, οἱ δ’ αὐτοὶ ἐκαλοῦντο καὶ καταλογεῖς.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
1 écrivain, particul. prosateur, spécial. historien;
2 à Athènes membre d’un conseil chargé de préparer et de rédiger les projets de loi.
Étymologie: συγγράφω.