οἶσος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions

Source
(6_9)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οἶσος''': ἢ οἰσός, ὁ, [[εἶδος]] ἰτέας ἢ λύγου, οὗ οἱ κλῶνες ἐχρησίμευον πρὸς κατασκευὴν πλεγμάτων, [[σχοινίων]], κλ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 2, κτλ.· οὐδ. οἶσον = [[σχοινίον]], Ἡσύχ.· πληθ. οὖσα ἐν Λυκόφρ. 20. (Ἴδε ἐν λ. [[ἰτέα]]).
|lstext='''οἶσος''': ἢ οἰσός, ὁ, [[εἶδος]] ἰτέας ἢ λύγου, οὗ οἱ κλῶνες ἐχρησίμευον πρὸς κατασκευὴν πλεγμάτων, [[σχοινίων]], κλ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 2, κτλ.· οὐδ. οἶσον = [[σχοινίον]], Ἡσύχ.· πληθ. οὖσα ἐν Λυκόφρ. 20. (Ἴδε ἐν λ. [[ἰτέα]]).
}}
{{grml
|mltxt=[[οἶσος]] και οἰσὸς, ὁ (Α)<br />[[είδος]] ιτιάς ή λυγαριάς, τα κλαδιά της οποίας χρησιμοποιούνταν για την [[κατασκευή]] πλεγμάτων, σχοινιών κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι λ. [[οἶσος]], [[οἰσύα]] εμφανίζουν την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>wei</i>- «[[στρέφω]], [[κάμπτω]]», με κατάλ. <i>tu</i> / -<i>tw</i> <b>πρβλ.</b> [[ίτυς]], [[ιτέα]]) και συνδέονται με αρχ. σλαβ. <i>v</i><i>ě</i><i>tvĭ</i> «[[κλαδί]]». Ο τ. [[οἶσος]] έχει προέλθει <span style="color: red;"><</span> <i>FοιτFος</i> με [[τροπή]] του συμπλέγματος <i>τF</i>&GT;<i>σ</i>, ενώ ο παρλλ. τ. [[οἰσύα]] ανάγεται σε τ. <i>Fοι</i>-<i>τυ</i>-<i>α</i>, όπου η [[τροπή]] του <i>τυ</i> &GT; <i>συ</i> οφείλεται πιθ. σε αναλογική [[επίδραση]] του τ. [[οἶσος]]. Οι λ. [[οἶσος]] / [[οἰσύα]] αναφέρονται σε διαφορετικά είδη [[φυτών]] και συνδέονται με τα [[ἴτυς]] / [[ἰτέα]].
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἶσος Medium diacritics: οἶσος Low diacritics: οίσος Capitals: ΟΙΣΟΣ
Transliteration A: oîsos Transliteration B: oisos Transliteration C: oisos Beta Code: oi)=sos

English (LSJ)

(Ael.Dion.Fr.76) or οἰσός, ὁ,

   A withy, Vitex Agnus-castus, the twigs of which served for wickerwork, ropes, etc., Thphr.HP3.18.1, 6.2.2, etc.: neut. οἶσον, = σχοινίον, Hsch.: perh. cf. οὖσον.

German (Pape)

[Seite 312] ὁ, oder οἰσός, ein weidenartiger Strauch, wie λύγος (s. das Vorige), dessen Zweige zu Flechtwerk und Stricken benutzt wurden, Theophr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

οἶσος: ἢ οἰσός, ὁ, εἶδος ἰτέας ἢ λύγου, οὗ οἱ κλῶνες ἐχρησίμευον πρὸς κατασκευὴν πλεγμάτων, σχοινίων, κλ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 2, κτλ.· οὐδ. οἶσον = σχοινίον, Ἡσύχ.· πληθ. οὖσα ἐν Λυκόφρ. 20. (Ἴδε ἐν λ. ἰτέα).

Greek Monolingual

οἶσος και οἰσὸς, ὁ (Α)
είδος ιτιάς ή λυγαριάς, τα κλαδιά της οποίας χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή πλεγμάτων, σχοινιών κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. οἶσος, οἰσύα εμφανίζουν την ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας wei- «στρέφω, κάμπτω», με κατάλ. tu / -tw πρβλ. ίτυς, ιτέα) και συνδέονται με αρχ. σλαβ. větvĭ «κλαδί». Ο τ. οἶσος έχει προέλθει < FοιτFος με τροπή του συμπλέγματος τF>σ, ενώ ο παρλλ. τ. οἰσύα ανάγεται σε τ. Fοι-τυ-α, όπου η τροπή του τυ > συ οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση του τ. οἶσος. Οι λ. οἶσος / οἰσύα αναφέρονται σε διαφορετικά είδη φυτών και συνδέονται με τα ἴτυς / ἰτέα.