ἄντη: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Money finds men friends → Invenit amicos hominibus pecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld

Menander, Monostichoi, 500
(6_9)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄντη''': ἡ, ([[ἄντομαι]] ΙΙ.) [[προσευχή]], [[ἱκεσία]], [[δέησις]], [[λέξις]] διατηρηθεῖσα παρ’ Ἡσυχ., ἄντῃσι (Κῶδ. ἀντήσει)· «λιτανείαις, ἀντήσεσιν». Ὁ Ἕρμαννος διορθοῖ [[χάριν]] τοῦ μέτρου τὸ ἐν Σοφ. Ἠλ. 139 [[χωρίον]]: [[οὔτε]] γόοις [[οὔτε]] λιταῖσιν εἰς: [[οὔτε]] γόοισιν οὔτ’ ἄντες. Ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.
|lstext='''ἄντη''': ἡ, ([[ἄντομαι]] ΙΙ.) [[προσευχή]], [[ἱκεσία]], [[δέησις]], [[λέξις]] διατηρηθεῖσα παρ’ Ἡσυχ., ἄντῃσι (Κῶδ. ἀντήσει)· «λιτανείαις, ἀντήσεσιν». Ὁ Ἕρμαννος διορθοῖ [[χάριν]] τοῦ μέτρου τὸ ἐν Σοφ. Ἠλ. 139 [[χωρίον]]: [[οὔτε]] γόοις [[οὔτε]] λιταῖσιν εἰς: [[οὔτε]] γόοισιν οὔτ’ ἄντες. Ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />prière.<br />'''Étymologie:''' [[ἄντομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:36, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄντη Medium diacritics: ἄντη Low diacritics: άντη Capitals: ΑΝΤΗ
Transliteration A: ántē Transliteration B: antē Transliteration C: anti Beta Code: a)/nth

English (LSJ)

ἡ, (

   A ἄντομαι 11) prayer—a word preserved by Hsch. (ἄντῃσι (cod. ἀντήσει) · λιτανείαις, ἀντήσεσι), and restored by Herm. for λιταῖς (metri gr.) in S.El.139 (dub.).

German (Pape)

[Seite 248] ἡ, Bitte, Hesych.; Conj. Herm. Soph. El. 137.

Greek (Liddell-Scott)

ἄντη: ἡ, (ἄντομαι ΙΙ.) προσευχή, ἱκεσία, δέησις, λέξις διατηρηθεῖσα παρ’ Ἡσυχ., ἄντῃσι (Κῶδ. ἀντήσει)· «λιτανείαις, ἀντήσεσιν». Ὁ Ἕρμαννος διορθοῖ χάριν τοῦ μέτρου τὸ ἐν Σοφ. Ἠλ. 139 χωρίον: οὔτε γόοις οὔτε λιταῖσιν εἰς: οὔτε γόοισιν οὔτ’ ἄντες. Ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
prière.
Étymologie: ἄντομαι.