σταμίν: Difference between revisions
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
(6_9) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στᾰμίν''': ἢ στᾰμίς, ὁ Ἐπικ. δοτ. πληθ. στᾰμῐνεσσι [[εἶναι]] ἡ μόνη ἐν χρήσει ἀπαντῶσα [[πτῶσις]]· (√ΣΤΑ, ἵστημι)· - ἐν τῷ πληθ., τὰ «πλευρὰ» τοῦ πλοίου, τὰ ξύλα [[ἅπερ]] ἐγείρονται [[ἑκατέρωθεν]] στηριζόμενα ἐπὶ τῆς τρόπιδος, Λατιν. stalumina, (ὀρθά ξύλα, [[οἷον]] στήμοσιν ἐοικότα Ἀρίσταρχ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 724· ἴδε ἐν λέξ. [[ἴκρια]]), Ὀδ. Ε. 252, πρβλ. Νόνν. Δ. 40. 446, [[Πολυδ]]. Α΄, 92, Ἡσύχ.· - ὁ Ἀθήν. 207Β, [[ὅστις]] ποιεῖ τὴν λέξιν γέν. θηλ., φαίνεται ὅτι ὑπέλαβεν αὐτὴν ὡς σημαίνουσαν ὅ,τι καὶ [[ἐπηγκενίδες]], πλημμελῶς [[ὅμως]]. | |lstext='''στᾰμίν''': ἢ στᾰμίς, ὁ Ἐπικ. δοτ. πληθ. στᾰμῐνεσσι [[εἶναι]] ἡ μόνη ἐν χρήσει ἀπαντῶσα [[πτῶσις]]· (√ΣΤΑ, ἵστημι)· - ἐν τῷ πληθ., τὰ «πλευρὰ» τοῦ πλοίου, τὰ ξύλα [[ἅπερ]] ἐγείρονται [[ἑκατέρωθεν]] στηριζόμενα ἐπὶ τῆς τρόπιδος, Λατιν. stalumina, (ὀρθά ξύλα, [[οἷον]] στήμοσιν ἐοικότα Ἀρίσταρχ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 724· ἴδε ἐν λέξ. [[ἴκρια]]), Ὀδ. Ε. 252, πρβλ. Νόνν. Δ. 40. 446, [[Πολυδ]]. Α΄, 92, Ἡσύχ.· - ὁ Ἀθήν. 207Β, [[ὅστις]] ποιεῖ τὴν λέξιν γέν. θηλ., φαίνεται ὅτι ὑπέλαβεν αὐτὴν ὡς σημαίνουσαν ὅ,τι καὶ [[ἐπηγκενίδες]], πλημμελῶς [[ὅμως]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>att. c.</i> [[σταμίς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
or στᾰμίς, ὁ, nom. pl.
A σταμίνες Poll.1.92, Hsch.; acc. pl. σταμῖνας Moschio (v. infr.); Ep. dat. pl. στᾰμῐνεσσι: (ἵστημι):—in pl., the ribs or frame-timbers of a ship, which stand up from the keel (expld. as ὀρθὰ ξύλα, οἷον στήμοσιν ἐοικότα, Aristarch. ap. EM724.56), Od.5.252, Poll. l.c., Nonn.D.40.446: but = ἐπηγενίδες in Moschio ap.Ath.5.206f,207b.
German (Pape)
[Seite 929] od. richtiger σταμίς, ίνος, ἡ, alles in die Höhe Stehende; bes. die Rippen od. Seitenbalken am Schiffe, die vom Kiel aus in die Höhe stchen, ἴκρια ἀραρὼν θαμέσι σταμίνεσσι, Bretter an die dicht neben einander stehenden Rippen fügend, Od. 5, 252; vgl. Poll. 1, 92; Moschio Ath. V, 206 f, wo σταμῖνας steht. – [Nach Drac. p. 83, 1 soll ι in den mehr als zweisylbigen Casus lang sein, wogegen die Stelle des Hom. spricht.]
Greek (Liddell-Scott)
στᾰμίν: ἢ στᾰμίς, ὁ Ἐπικ. δοτ. πληθ. στᾰμῐνεσσι εἶναι ἡ μόνη ἐν χρήσει ἀπαντῶσα πτῶσις· (√ΣΤΑ, ἵστημι)· - ἐν τῷ πληθ., τὰ «πλευρὰ» τοῦ πλοίου, τὰ ξύλα ἅπερ ἐγείρονται ἑκατέρωθεν στηριζόμενα ἐπὶ τῆς τρόπιδος, Λατιν. stalumina, (ὀρθά ξύλα, οἷον στήμοσιν ἐοικότα Ἀρίσταρχ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 724· ἴδε ἐν λέξ. ἴκρια), Ὀδ. Ε. 252, πρβλ. Νόνν. Δ. 40. 446, Πολυδ. Α΄, 92, Ἡσύχ.· - ὁ Ἀθήν. 207Β, ὅστις ποιεῖ τὴν λέξιν γέν. θηλ., φαίνεται ὅτι ὑπέλαβεν αὐτὴν ὡς σημαίνουσαν ὅ,τι καὶ ἐπηγκενίδες, πλημμελῶς ὅμως.
French (Bailly abrégé)
att. c. σταμίς.