ἱερεύς: Difference between revisions
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
(6_8) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱερεύς''': έως, Ἰων. -ῆος, ὁ, Ἀττ. πληθ. ἱερῆς· Ἰων. ὀνομ. ἱρεὺς Ἰλ. Ε. 10, Π. 604, Ὀδ. Ι. 198 καὶ Ἡρόδ.· Δωρ. ἱαρεὺς Ἐπιγρ. Ἀργ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1178, αἰτ. πληθ. τὸς ἱερὲς = τοὺς ἱερέας, Ἐπιγρ. Κυρ. [[αὐτόθι]] 5131, πρβλ. 5144· [[ὡσαύτως]] ἱέρεως Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Α. 23· «τὸ δὲ ἱέρεως τὸν ἱερέα σημαίνει· ἱέρεως γὰρ παρ’ αὐτοῖς (δηλ. τοῖς Ἀθηναίοις) ὁ ἱερεὺς» Α. Β. 1197· ἱέρης Συλλ. Ἐπιγρ. 1513. 27 καὶ 30· ([[ἱερός]]): - ὁ τὰς θυσίας ἐπιτελῶν [[ἱερεύς]], [[θύτης]], εἰς ὃν καὶ ἡ ἐκ τῶν σπλάγχνων τοῦ θύματος [[μαντεία]] ἀνῆκεν, Ἰλ. Α. 62, Π. 604, Πινδ. Π. 2. 31, Ἡρόδ., Ἀνδοκίδ. 16. 32· ἐπ’ ἱερέως τοῦ [[δεῖνα]], ὡς χρονολογία, Συλλ. Ἐπιγρ. 2525b. c. 1., 5483, κ. ἀλλ. 2) μεταφ., [[ἱερεύς]] τις ἄτης, λειτουργὸς δυστυχίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 735· καὶ κωμικῶς, λεπτοτάτων λήρων ἱερεῦ Ἀριστοφ. Νεφ. 359· ἱερεὺς Διονύσου, «Εὔπολις Αἰξὶν (Ἀποσπ. 19), Ἱππόνικον σκώπτων, ὡς ἐρυθρὸν τῇ ὄψει» Ἡσύχ. | |lstext='''ἱερεύς''': έως, Ἰων. -ῆος, ὁ, Ἀττ. πληθ. ἱερῆς· Ἰων. ὀνομ. ἱρεὺς Ἰλ. Ε. 10, Π. 604, Ὀδ. Ι. 198 καὶ Ἡρόδ.· Δωρ. ἱαρεὺς Ἐπιγρ. Ἀργ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1178, αἰτ. πληθ. τὸς ἱερὲς = τοὺς ἱερέας, Ἐπιγρ. Κυρ. [[αὐτόθι]] 5131, πρβλ. 5144· [[ὡσαύτως]] ἱέρεως Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Α. 23· «τὸ δὲ ἱέρεως τὸν ἱερέα σημαίνει· ἱέρεως γὰρ παρ’ αὐτοῖς (δηλ. τοῖς Ἀθηναίοις) ὁ ἱερεὺς» Α. Β. 1197· ἱέρης Συλλ. Ἐπιγρ. 1513. 27 καὶ 30· ([[ἱερός]]): - ὁ τὰς θυσίας ἐπιτελῶν [[ἱερεύς]], [[θύτης]], εἰς ὃν καὶ ἡ ἐκ τῶν σπλάγχνων τοῦ θύματος [[μαντεία]] ἀνῆκεν, Ἰλ. Α. 62, Π. 604, Πινδ. Π. 2. 31, Ἡρόδ., Ἀνδοκίδ. 16. 32· ἐπ’ ἱερέως τοῦ [[δεῖνα]], ὡς χρονολογία, Συλλ. Ἐπιγρ. 2525b. c. 1., 5483, κ. ἀλλ. 2) μεταφ., [[ἱερεύς]] τις ἄτης, λειτουργὸς δυστυχίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 735· καὶ κωμικῶς, λεπτοτάτων λήρων ἱερεῦ Ἀριστοφ. Νεφ. 359· ἱερεὺς Διονύσου, «Εὔπολις Αἰξὶν (Ἀποσπ. 19), Ἱππόνικον σκώπτων, ὡς ἐρυθρὸν τῇ ὄψει» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=έως (ὁ) :<br />prêtre ; <i>fig.</i> ἱερεὺς ἄτας ESCHL prêtre <i>ou</i> ministre du malheur.<br />'''Étymologie:''' [[ἱερός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:54, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], έως, Ion. -ῆος, Cypr.
A -ῆϝος Inscr.Cypr.59 H., ὁ, Att. pl. ἱερῆς: gen. sg. and pl. written ἱερείως, ἱερείων, PStrassb.83.2,9 (ii B.C.):—Ion. nom. ἱρεύς Il.5.10, 16.604, Od.9.198: Dor. ἱᾰρεύς IG 4.1182, al. (gen. ἰαρέος ib.1580); acc. pl. τὸς ἱαρές Schwyzer 236 (Cyrene); nom. pl. οἱ ἱαρές ibid.; nom. sg. ἱαρές GDI4846 (Cyrene):— also ἱέρεως (Att. and proparox. acc. to Choerob. in Theod.1.253) SIG1037.4 (Milet., iv/iii B.C.); gen. ἱέρεω IPE12.32A23, al. (Olbia, iii B.C.); dat. ἵρεῳ Schwyzer692 (Chios, v. B.C.); acc. ἱέρεω Milet. 1(7).203b3 (ii B.C.): ἱερής IG5(2).115.1 (Tegea, iv/iii B.C.), cf. Inscr.Cypr.100 H.:—Arc. ἱαρής IG5(2).13.10 (iii B.C.): acc. ἱερήν ib.3.1 (Tegea, iv B.C.): (ἱερός):—priest, sacrificer, diviner, Il.1.62, 16.604, Pi.P.2.17, Hdt.2.2, And.1.124, etc.; ἐφ' ἱερέως, as a date, SIG332.1 (Potidaea, iv/iii B.C.), etc. (freq. unaspirated, ἐπ' ἰερέως IG12(1).890, etc. (Rhodes)); of the Jewish High Priest, D.S.34/5.1; ἱ. ὁ μέγας LXXLe.21.10, Ph.2.591; ἱ. ὁ χριστός LXXLe.4.5; at Rome, = pontifex, Mon.Anc.Gr.6.9; ἱ. ὁ μέγιστος, = pont. maximus, D.S.27.2. 2 metaph., ἱ. τις ἄτας a minister of woe, A.Ag.735 (lyr.); comically, λεπτοτάτων λήρων ἱερεῦ Ar.Nu.359; ἱ. Διονύσου, of a winebibber, Eup.19; ἱ. φιλοσοφίας Lib.Or.52.42.
German (Pape)
[Seite 1240] ὁ, ion. u. auch ep. ἱρεύς, der Priester, der die Opfer besorgt u. zugleich in den ältesten Zeiten aus den Eingeweiden der Opferthiere weissagt, Il. 1, 62. 14, 221, in der ion. Form, Διὸς ἱρεὺς Ιδαίου, 16, 604, wie Od. 9, 197; Pind. I. 2, 17; Aesch. Ag. 717; Soph. O. R. 18; in Prosa, Plat. u. Folgde. Uebertr., ἀρετῆς ἱερεύς Ath. V, 211 b; komisch ὦ λεπτοτάτων λήρων ἱερεῦ Ar. Nubb. 358.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερεύς: έως, Ἰων. -ῆος, ὁ, Ἀττ. πληθ. ἱερῆς· Ἰων. ὀνομ. ἱρεὺς Ἰλ. Ε. 10, Π. 604, Ὀδ. Ι. 198 καὶ Ἡρόδ.· Δωρ. ἱαρεὺς Ἐπιγρ. Ἀργ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1178, αἰτ. πληθ. τὸς ἱερὲς = τοὺς ἱερέας, Ἐπιγρ. Κυρ. αὐτόθι 5131, πρβλ. 5144· ὡσαύτως ἱέρεως Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Α. 23· «τὸ δὲ ἱέρεως τὸν ἱερέα σημαίνει· ἱέρεως γὰρ παρ’ αὐτοῖς (δηλ. τοῖς Ἀθηναίοις) ὁ ἱερεὺς» Α. Β. 1197· ἱέρης Συλλ. Ἐπιγρ. 1513. 27 καὶ 30· (ἱερός): - ὁ τὰς θυσίας ἐπιτελῶν ἱερεύς, θύτης, εἰς ὃν καὶ ἡ ἐκ τῶν σπλάγχνων τοῦ θύματος μαντεία ἀνῆκεν, Ἰλ. Α. 62, Π. 604, Πινδ. Π. 2. 31, Ἡρόδ., Ἀνδοκίδ. 16. 32· ἐπ’ ἱερέως τοῦ δεῖνα, ὡς χρονολογία, Συλλ. Ἐπιγρ. 2525b. c. 1., 5483, κ. ἀλλ. 2) μεταφ., ἱερεύς τις ἄτης, λειτουργὸς δυστυχίας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 735· καὶ κωμικῶς, λεπτοτάτων λήρων ἱερεῦ Ἀριστοφ. Νεφ. 359· ἱερεὺς Διονύσου, «Εὔπολις Αἰξὶν (Ἀποσπ. 19), Ἱππόνικον σκώπτων, ὡς ἐρυθρὸν τῇ ὄψει» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
prêtre ; fig. ἱερεὺς ἄτας ESCHL prêtre ou ministre du malheur.
Étymologie: ἱερός.