χήμη: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456
(6_9)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χήμη''': ἡ, (√ΧΑ, [[χάσκω]]) τὸ χαίνειν, χάσκειν· [[χάσμη]], «[[χήμη]]· [[χηραμίς]]. ☥[[λεία]]» Ἡσύχ. ΙΙ. [[εἶδος]] κογχύλης, «χηβάδας» κληθείσης [[οὕτως]] ἐκ τοῦ χαίνοντος ὀστράκου αὐτῆς, Λατ. chama, Φιλύλλιος ἐν «Πόλεσιν» 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 14, Αἰλ. περὶ Ζ. 15. 12, Ξενοκρ. 9. 16, 37, 38, 43, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν σελ. 116, 117, 145, κτλ. 2) [[μέτρον]] ἔχον [[περίπου]] τὴν χωρητικότητα τοῦ ὀστράκου τῆς χήμης (πρβλ. [[κόγχη]]), Ἱππ. 621. 42., 625. 31· ὑπῆρχον δύο εἴδη, μεῖζον καὶ ἔλασσον, πρβλ. Γαλην. 19. 763. - Ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 387.
|lstext='''χήμη''': ἡ, (√ΧΑ, [[χάσκω]]) τὸ χαίνειν, χάσκειν· [[χάσμη]], «[[χήμη]]· [[χηραμίς]]. ☥[[λεία]]» Ἡσύχ. ΙΙ. [[εἶδος]] κογχύλης, «χηβάδας» κληθείσης [[οὕτως]] ἐκ τοῦ χαίνοντος ὀστράκου αὐτῆς, Λατ. chama, Φιλύλλιος ἐν «Πόλεσιν» 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 14, Αἰλ. περὶ Ζ. 15. 12, Ξενοκρ. 9. 16, 37, 38, 43, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν σελ. 116, 117, 145, κτλ. 2) [[μέτρον]] ἔχον [[περίπου]] τὴν χωρητικότητα τοῦ ὀστράκου τῆς χήμης (πρβλ. [[κόγχη]]), Ἱππ. 621. 42., 625. 31· ὑπῆρχον δύο εἴδη, μεῖζον καὶ ἔλασσον, πρβλ. Γαλην. 19. 763. - Ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 387.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />came, <i>sorte de coquillage</i>.<br />'''Étymologie:''' [[χαίνω]].
}}
}}

Revision as of 20:07, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χήμη Medium diacritics: χήμη Low diacritics: χήμη Capitals: ΧΗΜΗ
Transliteration A: chḗmē Transliteration B: chēmē Transliteration C: chimi Beta Code: xh/mh

English (LSJ)

ἡ, (χάσκω)

   A yawning, gaping, Hsch.    II clam, Philyll. 13, Arist.HA547b13, Ael.NA15.12; χ. τραχεῖαι, λεῖαι, PCair.Zen. 82.12 (iii B. C.), cf. Xenocr.Aq.31.    2 measure, Hp.Mul.1.75, 78: there were larger and smaller kinds, Cleopatra ap.Gal.19.769.

German (Pape)

[Seite 1353] ἡ, 1) das Gähnen, Maulaufsperren. – Dah. die Gienmuschel, mit zwei klaffenden Schaalen, chama, Arist. H. A. 5, 15 Ael. H. A. 15, 12 u. A. – 2) ein Maaß von drei, u. ein kleineres von zwei Drachmen, Hippocr.; vgl. Lob. Phryn. 387.

Greek (Liddell-Scott)

χήμη: ἡ, (√ΧΑ, χάσκω) τὸ χαίνειν, χάσκειν· χάσμη, «χήμη· χηραμίς. ☥λεία» Ἡσύχ. ΙΙ. εἶδος κογχύλης, «χηβάδας» κληθείσης οὕτως ἐκ τοῦ χαίνοντος ὀστράκου αὐτῆς, Λατ. chama, Φιλύλλιος ἐν «Πόλεσιν» 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 14, Αἰλ. περὶ Ζ. 15. 12, Ξενοκρ. 9. 16, 37, 38, 43, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ ἐν σελ. 116, 117, 145, κτλ. 2) μέτρον ἔχον περίπου τὴν χωρητικότητα τοῦ ὀστράκου τῆς χήμης (πρβλ. κόγχη), Ἱππ. 621. 42., 625. 31· ὑπῆρχον δύο εἴδη, μεῖζον καὶ ἔλασσον, πρβλ. Γαλην. 19. 763. - Ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 387.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
came, sorte de coquillage.
Étymologie: χαίνω.