σφήνωσις: Difference between revisions

From LSJ

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
(6_9)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφήνωσις''': ἡ, [[χρῆσις]] σφηνός, σφήνωμα, Ἱππ. π. Ἀγμ. 773, Ὀρειβάσ. 2) [[ἀπόκλεισις]], [[ἀπόφραξις]], τοῦ πνεύματος Πλούτ. 2. 127D, πρβλ. 654Α, 896C· [[δύσκολος]] [[δίοδος]] ἢ [[ἔξοδος]], ἐπὶ λίθων ἐν τῇ κύστει, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 3· [[ἔμφραξις]], τῶν πόρων Ἄλεξ. Τραλλ. κλπ.
|lstext='''σφήνωσις''': ἡ, [[χρῆσις]] σφηνός, σφήνωμα, Ἱππ. π. Ἀγμ. 773, Ὀρειβάσ. 2) [[ἀπόκλεισις]], [[ἀπόφραξις]], τοῦ πνεύματος Πλούτ. 2. 127D, πρβλ. 654Α, 896C· [[δύσκολος]] [[δίοδος]] ἢ [[ἔξοδος]], ἐπὶ λίθων ἐν τῇ κύστει, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 3· [[ἔμφραξις]], τῶν πόρων Ἄλεξ. Τραλλ. κλπ.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />obstruction, obturation.<br />'''Étymologie:''' [[σφηνόω]].
}}
}}

Revision as of 19:31, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφήνωσις Medium diacritics: σφήνωσις Low diacritics: σφήνωσις Capitals: ΣΦΗΝΩΣΙΣ
Transliteration A: sphḗnōsis Transliteration B: sphēnōsis Transliteration C: sfinosis Beta Code: sfh/nwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A the use of the wedge, Hp.Fract.31, Orib.49.8.13.    2 closing up, obstruction, τοῦ πνεύματος Plu.2.127d, cf. 654a, Placit.3.15.5; difficult passage, of calculi, Aret.SD2.3(pl.); obstruction, Alex.Aphr. Pr.1.107, cf. Gal.1.284 (pl.); τῶν πόρων Alex.Trall.1.2; [τῆς κεφαλῆς] plugging up, cold in the head, Cass.Pr.25; impaction of foetus, Sor.2.60, Paul.Aeg.3.76.

German (Pape)

[Seite 1050] ἡ, das Spalten oder Befestigen mit einem Keile, auch Einzwängen, Versperren, Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σφήνωσις: ἡ, χρῆσις σφηνός, σφήνωμα, Ἱππ. π. Ἀγμ. 773, Ὀρειβάσ. 2) ἀπόκλεισις, ἀπόφραξις, τοῦ πνεύματος Πλούτ. 2. 127D, πρβλ. 654Α, 896C· δύσκολος δίοδοςἔξοδος, ἐπὶ λίθων ἐν τῇ κύστει, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 3· ἔμφραξις, τῶν πόρων Ἄλεξ. Τραλλ. κλπ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
obstruction, obturation.
Étymologie: σφηνόω.