εὐεκτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐεκτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀπολαύων καλῆς ὑγιείας, ὑγιής, [[εὔρωστος]], σώματα Πλάτ. Νόμ. 684C· ἐπὶ προσώπων, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 5, 9, κ. ἀλλ. 2) συντελεστικὸς πρὸς εὐεξίαν, [[ὑγιεινός]], ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 13, 3, Ἠθ. Νικ. 5. 1, 5. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἱεροκλ. εἰς Πυθαγ. σ. 168. - Καθ’ Ἡσύχ. καὶ Σουίδ. «εὐεκτικῶς· σχετικῶς».
|lstext='''εὐεκτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀπολαύων καλῆς ὑγιείας, ὑγιής, [[εὔρωστος]], σώματα Πλάτ. Νόμ. 684C· ἐπὶ προσώπων, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 5, 9, κ. ἀλλ. 2) συντελεστικὸς πρὸς εὐεξίαν, [[ὑγιεινός]], ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 13, 3, Ἠθ. Νικ. 5. 1, 5. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἱεροκλ. εἰς Πυθαγ. σ. 168. - Καθ’ Ἡσύχ. καὶ Σουίδ. «εὐεκτικῶς· σχετικῶς».
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> bien constitué;<br /><b>2</b> qui rend fort, vigoureux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἔχω]].
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεκτικός Medium diacritics: εὐεκτικός Low diacritics: ευεκτικός Capitals: ΕΥΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: euektikós Transliteration B: euektikos Transliteration C: evektikos Beta Code: eu)ektiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A in good case, healthy, σώματα Pl.Lg.684c, cf. Ph.2.84, Gal.6.662; of persons, Arist.EN 1176a15.    2 conducive to εὐεξία, wholesome, Id.Top.105a31, EN 1129a20. Adv. -κῶς Gal.8.106, Hierocl.in CA16p.456M.; also glossed by σχετικῶς, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

εὐεκτικός: -ή, -όν, ὁ ἀπολαύων καλῆς ὑγιείας, ὑγιής, εὔρωστος, σώματα Πλάτ. Νόμ. 684C· ἐπὶ προσώπων, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 5, 9, κ. ἀλλ. 2) συντελεστικὸς πρὸς εὐεξίαν, ὑγιεινός, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 13, 3, Ἠθ. Νικ. 5. 1, 5. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἱεροκλ. εἰς Πυθαγ. σ. 168. - Καθ’ Ἡσύχ. καὶ Σουίδ. «εὐεκτικῶς· σχετικῶς».

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 bien constitué;
2 qui rend fort, vigoureux.
Étymologie: εὖ, ἔχω.