σαπφείρινος: Difference between revisions

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
(6_11)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σαπφείρινος''': -η, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σάπφειρον, κατεσκευασμένος ἐκ σαπφείρου, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 9, 8, Φιλόστρ. 34· [[ὡσαύτως]] -ος, -ον. Ψευδο-Καλλισθ. 1. 4.
|lstext='''σαπφείρινος''': -η, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σάπφειρον, κατεσκευασμένος ἐκ σαπφείρου, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 9, 8, Φιλόστρ. 34· [[ὡσαύτως]] -ος, -ον. Ψευδο-Καλλισθ. 1. 4.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σαπφείρινος]], -ίνη, -ον, ΝΑ, και σαμπφείρινος, -ίνη, -ον, Α<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σάπφειρο ή αυτός που έχει κατασκευαστεί από σάπφειρο, ζαφιρένιος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> αυτός που έχει [[χρώμα]] σαπφείρου, [[κυανός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάπφειρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ξύλ</i>-<i>ινος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαπφείρινος Medium diacritics: σαπφείρινος Low diacritics: σαπφείρινος Capitals: ΣΑΠΦΕΙΡΙΝΟΣ
Transliteration A: sappheírinos Transliteration B: sappheirinos Transliteration C: sapfeirinos Beta Code: sapfei/rinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of or like lapis lazuli, Philostr.VA1.25, Ps.-Callisth. 3.8, Sch.A.R.2.395 codd.; δελματικὴ σαπιρίνη (sic) PTeb. 405.10 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 862] sapphiren, von Sapphir, Philostr. V. Apoll. 1, 25.

Greek (Liddell-Scott)

σαπφείρινος: -η, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς σάπφειρον, κατεσκευασμένος ἐκ σαπφείρου, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 9, 8, Φιλόστρ. 34· ὡσαύτως -ος, -ον. Ψευδο-Καλλισθ. 1. 4.

Greek Monolingual

-η, -ο / σαπφείρινος, -ίνη, -ον, ΝΑ, και σαμπφείρινος, -ίνη, -ον, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σάπφειρο ή αυτός που έχει κατασκευαστεί από σάπφειρο, ζαφιρένιος
νεοελλ.
συνεκδ. αυτός που έχει χρώμα σαπφείρου, κυανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάπφειρος + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλ-ινος)].