τομός: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τομός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[τέμνω]], ὁ τέμνων, [[ὀξύς]], Πλάτ. Τίμ. 61Ε, Τίμων παρ’ Ἀθην. 443Ε· ὁ μὲν σφαγεὺς ἔστηκεν ᾗ τομώτατος, κατὰ τρόπον τοιοῦτον [[ὥστε]] νὰ [[εἶναι]] κοπτερώτατος (ἴδε σφαγεὺς), Σοφ. Αἴ. 815. 2) μεταφορ., [[λόγος]] τομώτερος σιδήρου, ὀξύτερος, Ψευδοφωκυλ. 116· ἐπὶ προσώπων, οἱ τομώτατοι, οἱ ὀξύτατοι, Καλλ. Ἀποσπ. 78· οὕτω, πράξεις τομώτεραι Λουκ. Τόξαρ. 11· πρβλ. [[τορός]]. ― Ἐπίρρ. -μῶς, [[ὀξέως]], [[ταχέως]], σαφῶς, τομώτερον, σαφέστερον, Καλλ. εἰς Δῆλ. 94, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[τμήδην]]· ὑπερθετ. τομώτατα, Εὐστ. Πονημάτ. 200. 3.
|lstext='''τομός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[τέμνω]], ὁ τέμνων, [[ὀξύς]], Πλάτ. Τίμ. 61Ε, Τίμων παρ’ Ἀθην. 443Ε· ὁ μὲν σφαγεὺς ἔστηκεν ᾗ τομώτατος, κατὰ τρόπον τοιοῦτον [[ὥστε]] νὰ [[εἶναι]] κοπτερώτατος (ἴδε σφαγεὺς), Σοφ. Αἴ. 815. 2) μεταφορ., [[λόγος]] τομώτερος σιδήρου, ὀξύτερος, Ψευδοφωκυλ. 116· ἐπὶ προσώπων, οἱ τομώτατοι, οἱ ὀξύτατοι, Καλλ. Ἀποσπ. 78· οὕτω, πράξεις τομώτεραι Λουκ. Τόξαρ. 11· πρβλ. [[τορός]]. ― Ἐπίρρ. -μῶς, [[ὀξέως]], [[ταχέως]], σαφῶς, τομώτερον, σαφέστερον, Καλλ. εἰς Δῆλ. 94, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[τμήδην]]· ὑπερθετ. τομώτατα, Εὐστ. Πονημάτ. 200. 3.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />coupant, tranchant;<br /><i>Cp.</i> τομώτερος, <i>Sp.</i> τομώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[τέμνω]].
}}
}}

Revision as of 19:44, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τομός Medium diacritics: τομός Low diacritics: τομός Capitals: ΤΟΜΟΣ
Transliteration A: tomós Transliteration B: tomos Transliteration C: tomos Beta Code: tomo/s

English (LSJ)

ή, όν, (τέμνω)

   A cutting, sharp, Pl.Ti.61e, Timo 4 (Comp.); v.l. for τολμηρόν in D.25.24; ὁ μὲν σφαγεὺς ἕστηκεν ᾗ τομώτατος as it will cut sharpest, S.Aj.815.    2 metaph., λόγος -ώτερος σιδήρου Ps.Phoc. 124. cf. Ep.Hebr.4.12; of persons, οἱ -ώτατοι the sharpest, hottest, Call.Fr.78 codd.; ἐρέω τιτομώτερον ἣ ἀπὸ δάφνης Id.Del.94 codd.; πράξεις -ώτεραι Luc.Tox.11; cf. τορός. Adv. -μῶς sharply, clearly, Hsch. s.v. τμήδην.

German (Pape)

[Seite 1127] (τέμνω), schneidend, theilend, übh. scharf; Phot. erklärt τὸ τμητικόν; im posit. selten: Plat. Tim. 61 e; ἰταμὸν γὰρ ἡ πονηρία καὶ τομὸν καὶ πλεονεκτικόν, Dem. 25, 24, wo Bekker τολμηρόν lies't; compar. τομώτερος Phocyl. 116; superl. τομώτατος Soph. Ai. 826. – Adv., Callim. fr. 78.

Greek (Liddell-Scott)

τομός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ τέμνω, ὁ τέμνων, ὀξύς, Πλάτ. Τίμ. 61Ε, Τίμων παρ’ Ἀθην. 443Ε· ὁ μὲν σφαγεὺς ἔστηκεν ᾗ τομώτατος, κατὰ τρόπον τοιοῦτον ὥστε νὰ εἶναι κοπτερώτατος (ἴδε σφαγεὺς), Σοφ. Αἴ. 815. 2) μεταφορ., λόγος τομώτερος σιδήρου, ὀξύτερος, Ψευδοφωκυλ. 116· ἐπὶ προσώπων, οἱ τομώτατοι, οἱ ὀξύτατοι, Καλλ. Ἀποσπ. 78· οὕτω, πράξεις τομώτεραι Λουκ. Τόξαρ. 11· πρβλ. τορός. ― Ἐπίρρ. -μῶς, ὀξέως, ταχέως, σαφῶς, τομώτερον, σαφέστερον, Καλλ. εἰς Δῆλ. 94, Ἡσύχ. ἐν λέξ. τμήδην· ὑπερθετ. τομώτατα, Εὐστ. Πονημάτ. 200. 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
coupant, tranchant;
Cp. τομώτερος, Sp. τομώτατος.
Étymologie: τέμνω.