τμήδην

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τμήδην Medium diacritics: τμήδην Low diacritics: τμήδην Capitals: ΤΜΗΔΗΝ
Transliteration A: tmḗdēn Transliteration B: tmēdēn Transliteration C: tmidin Beta Code: tmh/dhn

English (LSJ)

Adv., (τέμνω) with cutting, so as to cut, Il.7.262.

German (Pape)

[Seite 1123] adv., schnittweise, schneidend, ritzend, τμήδην δ' αὐχέν' ἐπῆλθε, Il. 7, 262.

French (Bailly abrégé)

adv.
en coupant.
Étymologie: τέμνω.

Russian (Dvoretsky)

τμήδην: adv. τέμνω делая (сделав) порез: τ. αὐχέν᾽ ἐπῆλθε (ἐγχείη) Hom. копье, пройдя по шее, разрезало ее.

Greek (Liddell-Scott)

τμήδην: Ἐπίρρ. (τέμνω) «ὅσον ἐπιτεμεῖν καὶ οὐκ εἰς βάθος τρῶσαι» (Ἡσύχ.)· τμήδην δ’ αὐχέν’ ἐπῆλθε Ἰλ. Η. 262.

English (Autenrieth)

(τέμνω): adv., so as to cut or graze, Il. 7.262†.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ὅσον ἐπιτεμεῖν καὶ οὐκ εἰς βάθος τρῶσαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τμη- του τέμνω (βλ. λ. τμή-γω) + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. βάδην)].

Greek Monotonic

τμήδην: επίρρ. (τέμνω), με κόψιμο, έτσι ώστε να κοπεί, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

τέμνω
by cutting, so as to cut, Il.