Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ποτός: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ποτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[πίνω]], ὁ πινόμενος, ὁ [[ἐπιτήδειος]] πρὸς πόσιν, τί κακὸν ἐδανὸν ἢ [[ποτὸν]] πασαμένη… Αἰσχύλ. Ἀγ. 1408· [[φάρμακον]] Εὐρ. Ἱππ. 516· [[ὕδωρ]] Θουκ. 6. 100· πρβλ. πιστὸς (Α). ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ποτόν, τό, ὡς καὶ νῦν, τὸ πινόμενον, [[μάλιστα]] ἐπὶ οἴνου, κοινῶς «πιοτό», κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο Ἰλ. Α. 470, κτλ.· θεῶν [[ποτὸν]] ἔχοντες Ὀδ. Β. 341· [[κρόμυον]] ποτῷ [[ὄψον]] Ἰλ. Α. 630· [[οὕτως]] ἐπὶ οἴνου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 615, Σοφ. Τρ. 703· τῷ ποτῷ χρέεσθαι Ἡρόδ. 2. 121, 4· [[σῖτα]] καὶ ποτά, φαγητὰ καὶ ποτά, ὁ αὐτ. 5. 54, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 27· βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι Εὐρ. Ἱκέτ. 1110· σιτία καὶ π. Πλάτ. Πρωτ. 334Α, κτλ. 2) [[ὕδωρ]] πρὸς πόσιν, ἰὼ Σκαμάνδρου πάτριον π., [[ὕδωρ]] τοῦ Σκ., [[ὅπερ]] ἔπινον οἱ πρόγονοί μου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1157· Σπερχειὸς ἄρδει [[πεδίον]] εὐμενεῖ π. ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 487· π. κρηναῖον Σοφ. Φιλ. 21, πρβλ. 1461· ποτάμια π. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 587· πρβλ. Meineke εἰς Θεόκρ. 13. 46.
|lstext='''ποτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[πίνω]], ὁ πινόμενος, ὁ [[ἐπιτήδειος]] πρὸς πόσιν, τί κακὸν ἐδανὸν ἢ [[ποτὸν]] πασαμένη… Αἰσχύλ. Ἀγ. 1408· [[φάρμακον]] Εὐρ. Ἱππ. 516· [[ὕδωρ]] Θουκ. 6. 100· πρβλ. πιστὸς (Α). ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ποτόν, τό, ὡς καὶ νῦν, τὸ πινόμενον, [[μάλιστα]] ἐπὶ οἴνου, κοινῶς «πιοτό», κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο Ἰλ. Α. 470, κτλ.· θεῶν [[ποτὸν]] ἔχοντες Ὀδ. Β. 341· [[κρόμυον]] ποτῷ [[ὄψον]] Ἰλ. Α. 630· [[οὕτως]] ἐπὶ οἴνου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 615, Σοφ. Τρ. 703· τῷ ποτῷ χρέεσθαι Ἡρόδ. 2. 121, 4· [[σῖτα]] καὶ ποτά, φαγητὰ καὶ ποτά, ὁ αὐτ. 5. 54, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 27· βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι Εὐρ. Ἱκέτ. 1110· σιτία καὶ π. Πλάτ. Πρωτ. 334Α, κτλ. 2) [[ὕδωρ]] πρὸς πόσιν, ἰὼ Σκαμάνδρου πάτριον π., [[ὕδωρ]] τοῦ Σκ., [[ὅπερ]] ἔπινον οἱ πρόγονοί μου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1157· Σπερχειὸς ἄρδει [[πεδίον]] εὐμενεῖ π. ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 487· π. κρηναῖον Σοφ. Φιλ. 21, πρβλ. 1461· ποτάμια π. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 587· πρβλ. Meineke εἰς Θεόκρ. 13. 46.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> qu’on boit, bu;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> τὸ ποτόν :<br /><b>1</b> boisson, <i>particul.</i> vin;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> eau potable.<br />'''Étymologie:''' R. Πο, boire ; v. [[πίνω]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτός Medium diacritics: ποτός Low diacritics: ποτός Capitals: ΠΟΤΟΣ
Transliteration A: potós Transliteration B: potos Transliteration C: potos Beta Code: poto/s

English (LSJ)

ή, όν, (πίνω)

   A drunk, for drinking, τί κακὸν ἐδανὸν ἢ ποτὸν πασαμένα . .; A.Ag.1408 (lyr.); φάρμακον E.Hipp.516; ὕδωρ Th.6.100.    II Subst., ποτόν, τό, that which one drinks, drink, esp. of wine, κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο Il.1.470, etc.; θεῖον ποτὸν ἐντὸς ἔχοντες Od.2.341; κρόμυον ποτῷ ὄψον Il.11.630; of wine, A.Pers.615, S.Tr.703; τῷ ποτῷ χρησαμένους Hdt.2.121.δ'; σῖτα καὶ ποτά meat and drink, Id.5.34, X.An.2.3.27; βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι E.Supp.1110; σιτία καὶ π. Pl.Prt.334a, etc.    2 drinking water, ἰὼ Σκαμάνδρου πάτριον π. water of Sc.drunk by my sires, A.Ag.1157 (lyr.); Σπερχειὸς ἄρδει πεδίον εὐμενεῖ π. Id.Pers.487; π. κρηναῖον S.Ph.21, cf. 1461 (anap.); ποτάμια π. Id.Fr.659.5.

German (Pape)

[Seite 690] adj. verb. zu πίνω, getrunken, trinkbar, ἢ ἐδανός Aesch. Ag. 1381, u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ποτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ πίνω, ὁ πινόμενος, ὁ ἐπιτήδειος πρὸς πόσιν, τί κακὸν ἐδανὸν ἢ ποτὸν πασαμένη… Αἰσχύλ. Ἀγ. 1408· φάρμακον Εὐρ. Ἱππ. 516· ὕδωρ Θουκ. 6. 100· πρβλ. πιστὸς (Α). ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ποτόν, τό, ὡς καὶ νῦν, τὸ πινόμενον, μάλιστα ἐπὶ οἴνου, κοινῶς «πιοτό», κρητῆρας ἐπεστέψαντο ποτοῖο Ἰλ. Α. 470, κτλ.· θεῶν ποτὸν ἔχοντες Ὀδ. Β. 341· κρόμυον ποτῷ ὄψον Ἰλ. Α. 630· οὕτως ἐπὶ οἴνου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 615, Σοφ. Τρ. 703· τῷ ποτῷ χρέεσθαι Ἡρόδ. 2. 121, 4· σῖτα καὶ ποτά, φαγητὰ καὶ ποτά, ὁ αὐτ. 5. 54, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 27· βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι Εὐρ. Ἱκέτ. 1110· σιτία καὶ π. Πλάτ. Πρωτ. 334Α, κτλ. 2) ὕδωρ πρὸς πόσιν, ἰὼ Σκαμάνδρου πάτριον π., ὕδωρ τοῦ Σκ., ὅπερ ἔπινον οἱ πρόγονοί μου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1157· Σπερχειὸς ἄρδει πεδίον εὐμενεῖ π. ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 487· π. κρηναῖον Σοφ. Φιλ. 21, πρβλ. 1461· ποτάμια π. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 587· πρβλ. Meineke εἰς Θεόκρ. 13. 46.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. adj. qu’on boit, bu;
II. subst. τὸ ποτόν :
1 boisson, particul. vin;
2 p. ext. eau potable.
Étymologie: R. Πο, boire ; v. πίνω.