εὐχαριστία: Difference between revisions
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
(6_11) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐχᾰριστία''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[συναίσθησις]] ἢ [[ἔκφρασις]] εὐγνωμοσύνης, [[εὐγνωμοσύνη]], Ἱππ. 28. 11, Ψήφισμα παρὰ Δημ. 256. 19· [[πρός]] τινα Διόδ. 17. 59· ἀπόντι [[μᾶλλον]] εὐχ. ποίει Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 146. 2) ἀπονομὴ εὐχαριστίας, ἡ «ἁγία Εὐχαριστία», [[ἤτοι]] τὸ Κυριακὸν [[δεῖπνον]], Ἰγνάτ. 700Β, 713Β, Ἰουστίνου Μάρτ. Ἀπολ. 1. 65, κλ. 3) τὰ ἅγια δῶρα, ὁ ἡγιασμένος ἄρτος καὶ [[οἶνος]], Ἰουστίνου Μάρτ. Ἀπολ. Ι. 66 (Τρυφ. 70), Κλημέντια 12. 36, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 692Β, κλ. | |lstext='''εὐχᾰριστία''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[συναίσθησις]] ἢ [[ἔκφρασις]] εὐγνωμοσύνης, [[εὐγνωμοσύνη]], Ἱππ. 28. 11, Ψήφισμα παρὰ Δημ. 256. 19· [[πρός]] τινα Διόδ. 17. 59· ἀπόντι [[μᾶλλον]] εὐχ. ποίει Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 146. 2) ἀπονομὴ εὐχαριστίας, ἡ «ἁγία Εὐχαριστία», [[ἤτοι]] τὸ Κυριακὸν [[δεῖπνον]], Ἰγνάτ. 700Β, 713Β, Ἰουστίνου Μάρτ. Ἀπολ. 1. 65, κλ. 3) τὰ ἅγια δῶρα, ὁ ἡγιασμένος ἄρτος καὶ [[οἶνος]], Ἰουστίνου Μάρτ. Ἀπολ. Ι. 66 (Τρυφ. 70), Κλημέντια 12. 36, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 692Β, κλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> reconnaissance;<br /><b>2</b> action de grâces.<br />'''Étymologie:''' [[εὐχάριστος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:30, 9 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A thankfulness, gratitude, Decr. ap. D.18.91, Stoic.3.67, Phld.Ir.p.93 W.; τοῦ δήμου OGI227.6 (Didyma, iii B.C.); πρός τινα D.S.17.59, PLond.3.1178.25 (ii A.D.); πρὸς τὸν θεόν Plb.1.36.1; ἀπόντι μᾶλλον εὐ. ποίει Men.693. 2 giving of thanks, εἰς εὐ. θεοῦ SIG798.5 (Cyzicus, i A.D.), cf. Ph.1.60, LXX Wi.16.28, Corp.Herm.1.29, etc.: pl., ποιεῖσθαι -ίας 1 Ep.Ti.2.1.
German (Pape)
[Seite 1108] ἡ, Dankbarkeit, Dem. 18, 92, in einem Dekrete der Byzantier; Pol. 8, 14, 8 u. a. Sp.; ἡ πρὸς Ἀλέξανδρον εὐχ. D. Sic. 17, 59, Danksagung; Plut. – Bei den K. S. das heilige Abendmahl.
Greek (Liddell-Scott)
εὐχᾰριστία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, συναίσθησις ἢ ἔκφρασις εὐγνωμοσύνης, εὐγνωμοσύνη, Ἱππ. 28. 11, Ψήφισμα παρὰ Δημ. 256. 19· πρός τινα Διόδ. 17. 59· ἀπόντι μᾶλλον εὐχ. ποίει Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 146. 2) ἀπονομὴ εὐχαριστίας, ἡ «ἁγία Εὐχαριστία», ἤτοι τὸ Κυριακὸν δεῖπνον, Ἰγνάτ. 700Β, 713Β, Ἰουστίνου Μάρτ. Ἀπολ. 1. 65, κλ. 3) τὰ ἅγια δῶρα, ὁ ἡγιασμένος ἄρτος καὶ οἶνος, Ἰουστίνου Μάρτ. Ἀπολ. Ι. 66 (Τρυφ. 70), Κλημέντια 12. 36, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 692Β, κλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 reconnaissance;
2 action de grâces.
Étymologie: εὐχάριστος.