ῥαντήρ: Difference between revisions

From LSJ

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source
(6_11)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥαντήρ''': ῆρος, ὁ, ([[ῥαίνω]]) ὁ ὑγραίνων, [[μάλιστα]] ἐπὶ τοῦ ἐσωτέρου κανθοῦ τοῦ ὀφθαλμοῦ, ὃς καλεῖται καὶ [[πηγή]], Νικ. Θ. 673, πρβλ. [[Πολυδ]]. Β΄, 71.
|lstext='''ῥαντήρ''': ῆρος, ὁ, ([[ῥαίνω]]) ὁ ὑγραίνων, [[μάλιστα]] ἐπὶ τοῦ ἐσωτέρου κανθοῦ τοῦ ὀφθαλμοῦ, ὃς καλεῖται καὶ [[πηγή]], Νικ. Θ. 673, πρβλ. [[Πολυδ]]. Β΄, 71.
}}
{{grml
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> (για τη [[γωνία]] του ματιού [[προς]] το [[μέρος]] της [[μύτης]]) αυτός που ραίνει, που ρίχνει δάκρυα<br /><b>2.</b> αυτός που ραντίζει για εξαγνισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ῥαν</i>- του [[ῥαίνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θερμαν</i>-<i>τήρ</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαντήρ Medium diacritics: ῥαντήρ Low diacritics: ραντήρ Capitals: ΡΑΝΤΗΡ
Transliteration A: rhantḗr Transliteration B: rhantēr Transliteration C: rantir Beta Code: r(anth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (ῥαίνω)

   A one who wets, esp. of the inner corner of the eye, Nic. Th.673, cf. Poll.2.71.    II sprinkler, Mon.Ant.23.150 (Adanda).

German (Pape)

[Seite 833] ῆρος, ὁ, der Netzer, Benetzer, Besprenger; bei Nic. Th. 673 ist κανθὸς ῥαντήρ der vordere Augenwinkel.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαντήρ: ῆρος, ὁ, (ῥαίνω) ὁ ὑγραίνων, μάλιστα ἐπὶ τοῦ ἐσωτέρου κανθοῦ τοῦ ὀφθαλμοῦ, ὃς καλεῖται καὶ πηγή, Νικ. Θ. 673, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 71.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
1. (για τη γωνία του ματιού προς το μέρος της μύτης) αυτός που ραίνει, που ρίχνει δάκρυα
2. αυτός που ραντίζει για εξαγνισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥαν- του ῥαίνω + επίθημα -τήρ (πρβλ. θερμαν-τήρ)].