ἐφεδράζω: Difference between revisions
From LSJ
(6_12) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐφεδράζω''': θέτω ἢ [[στηρίζω]] τι [[ἐπάνω]] εἴς τι, τί τινι Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 2. 211· μηρῷ τῷ δεξιῷ τὸν ἀγκῶνα θἀτέρας χειρὸς ἔφεδράζουσα Ἡλιόδ. 1. 2. ΙΙ. [[ὑποστηρίζω]], [[ὑποβαστάζω]], τὴν βάσιν τοῦ πρεσβύτου ὁ αὐτ. 7. 8. | |lstext='''ἐφεδράζω''': θέτω ἢ [[στηρίζω]] τι [[ἐπάνω]] εἴς τι, τί τινι Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 2. 211· μηρῷ τῷ δεξιῷ τὸν ἀγκῶνα θἀτέρας χειρὸς ἔφεδράζουσα Ἡλιόδ. 1. 2. ΙΙ. [[ὑποστηρίζω]], [[ὑποβαστάζω]], τὴν βάσιν τοῦ πρεσβύτου ὁ αὐτ. 7. 8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐφεδράζω]] (Α) [[εφέδρα]]<br /><b>1.</b> [[στηρίζω]], [[ακουμπώ]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («μηρῷ δὲ τῷ δεξιῷ τὸν ἀγκῶνα θατέρας χειρὸς ἐφεδράζουσα», Ηλιόδ.)<br /><b>2.</b> [[υποβαστάζω]], [[υποστηρίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
pf. part. ἐφηδρακώς,
A set or rest upon, τί τινι S.E.P.2.211, Hld.1.2. II support, τὴν βάσιν τοῦ πρεσβύτου Id.7.8:—Pass., Sor.1.70.
German (Pape)
[Seite 1113] darauf setzen, stützen, τί τινι, Sezt. Emp. Pyrrh. 2, 211; μηρῷ τὸν ἀγκῶνα Heliod. 1, 2; unterstützen, τὴν βάσιν τοῦ πρεσβύτου 7, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφεδράζω: θέτω ἢ στηρίζω τι ἐπάνω εἴς τι, τί τινι Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 2. 211· μηρῷ τῷ δεξιῷ τὸν ἀγκῶνα θἀτέρας χειρὸς ἔφεδράζουσα Ἡλιόδ. 1. 2. ΙΙ. ὑποστηρίζω, ὑποβαστάζω, τὴν βάσιν τοῦ πρεσβύτου ὁ αὐτ. 7. 8.
Greek Monolingual
ἐφεδράζω (Α) εφέδρα
1. στηρίζω, ακουμπώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο («μηρῷ δὲ τῷ δεξιῷ τὸν ἀγκῶνα θατέρας χειρὸς ἐφεδράζουσα», Ηλιόδ.)
2. υποβαστάζω, υποστηρίζω.