σαρωνίς: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(6_12)
(36)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σᾰρωνίς''': -ίδος, ἡ, παλαιὰ [[δρῦς]] [[ἔσωθεν]] [[κοίλη]], Καλλ. εἰς Δία 22, Νικαίν. παρὰ Παρθεν. 11. 2, «σαρωνίδες· πέτραι, ἢ διὰ παλαιότητα κεχηνυῖαι δρύες» Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μέγ.· ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ σορωνίς. «[[ἐλάτη]] παλαιά».
|lstext='''σᾰρωνίς''': -ίδος, ἡ, παλαιὰ [[δρῦς]] [[ἔσωθεν]] [[κοίλη]], Καλλ. εἰς Δία 22, Νικαίν. παρὰ Παρθεν. 11. 2, «σαρωνίδες· πέτραι, ἢ διὰ παλαιότητα κεχηνυῖαι δρύες» Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μέγ.· ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ σορωνίς. «[[ἐλάτη]] παλαιά».
}}
{{grml
|mltxt=και [[σορωνίς]], -[[ίδος]], ἡ, Α<br /><b>1.</b> πολύχρονη [[δρυς]] με εσωτερικό [[κοίλωμα]], με [[κουφάλα]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σαρωνίδες πέτραι ἢ διὰ [[παλαιότητα]] κεχηνυῑαι δρύες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Απίθανη φαίνεται η [[σύνδεση]] της λ. με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος «<i>σαρῶνες</i><br /><i>τὰ τῶν θηρατῶν λινά</i>» (πιθ. παρεφθαρμένος τ. του <i>σαρδόνες</i> «[[σχοινί]] κυνηγετικό»). Πιθανότερη φαίνεται η [[σύνδεση]] της λ. με το ρ. [[σαίρω]] (Ι) «[[χάσκω]]» (<b>πρβλ.</b> [[σάρων]])].
}}
}}

Revision as of 12:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰρωνίς Medium diacritics: σαρωνίς Low diacritics: σαρωνίς Capitals: ΣΑΡΩΝΙΣ
Transliteration A: sarōnís Transliteration B: sarōnis Transliteration C: saronis Beta Code: sarwni/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A an old hollow oak, Call.Jov.22, Poet. ap. Parth.11.4, Eleg.Alex.Adesp.1.10; Hsch. cites also σορωνίς· ἐλάτη παλαιά.

German (Pape)

[Seite 864] ίδος, ἡ, alte hohle od. faule Eiche; Callim. Iov. 22; Parthen. 11; Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σᾰρωνίς: -ίδος, ἡ, παλαιὰ δρῦς ἔσωθεν κοίλη, Καλλ. εἰς Δία 22, Νικαίν. παρὰ Παρθεν. 11. 2, «σαρωνίδες· πέτραι, ἢ διὰ παλαιότητα κεχηνυῖαι δρύες» Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μέγ.· ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ σορωνίς. «ἐλάτη παλαιά».

Greek Monolingual

και σορωνίς, -ίδος, ἡ, Α
1. πολύχρονη δρυς με εσωτερικό κοίλωμα, με κουφάλα
2. (κατά τον Ησύχ.) «σαρωνίδες πέτραι ἢ διὰ παλαιότητα κεχηνυῑαι δρύες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Απίθανη φαίνεται η σύνδεση της λ. με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος «σαρῶνες
τὰ τῶν θηρατῶν λινά» (πιθ. παρεφθαρμένος τ. του σαρδόνες «σχοινί κυνηγετικό»). Πιθανότερη φαίνεται η σύνδεση της λ. με το ρ. σαίρω (Ι) «χάσκω» (πρβλ. σάρων)].