χέζω: Difference between revisions
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
(6_13a) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χέζω''': μελλ. χεσοῦμαι Ἀριστοφ. Σφ. 941, Εἰρήν. 1235· καὶ καταχέσομαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 207· - ἀόρ. α΄ ἔχεσα ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 320, 808, (ἐγ-) [[αὐτόθι]] 347, (κατ-) Νεφ. 174· καὶ ἀόρ. β΄ ἕχεσον (κατ-) Ἀλκαῖος Κωμικ. ἐν «Γανυμήδει» 4, ἀπαρέμφ. χεσεῖν Ἀριστοφ. Θεσμ. 570, Ἀνθ. Π. 7. 683· - πρκμ. κέχοδα (ἴδε ἐγ-, ἐπι-[[χέζω]])· παθητ. κέχεσμαι ἴδε κατωτ. (Ἐκ τῆς √ΧΕΔ παράγονται καὶ αἱ λέξ. χόδος, χόδανος, μυό χοδον· πρβλ. Σανσκρ. had, had-ê (laxare alvuni)· Ἀγγλο-Σαξον. scit-e· Ἀρχ. Γερμ. sciz-u· - [[ὥστε]] φαίνεται ὅτι ἀπώλετο τὸ ἀρκτικὸν σ). Ὡς καὶ νῦν, ἀποπατῶ, [[συχν]]. παρ’ Ἀριστοφ.· παροιμ.: εἰ [[μηδὲ]] χέσαι γ’ αὐτῷ σχολὴ γενήσεται Στράττις ἐν «Χρυσίππῳ» 1· - μετ’ αἰτ., σησαμίδας δὲ χέζει, μῆλα δὲ χρέμπτεται Εὔπολις ἐν «Κόλαξι» 17· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ (ὡς λογοπαίγνιον), χέσαιτο γὰρ εἰ μαχέσαιτο Ἀριστοφ. Ἱππ. 1057. - Παθ., [[σπέλεθος]] [[ἀρτίως]] κεχεσμένος, [[κόπρος]] [[ἀρτίως]] ἐκπεσοῦσα τῆς ἕδρας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 1170. | |lstext='''χέζω''': μελλ. χεσοῦμαι Ἀριστοφ. Σφ. 941, Εἰρήν. 1235· καὶ καταχέσομαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 207· - ἀόρ. α΄ ἔχεσα ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 320, 808, (ἐγ-) [[αὐτόθι]] 347, (κατ-) Νεφ. 174· καὶ ἀόρ. β΄ ἕχεσον (κατ-) Ἀλκαῖος Κωμικ. ἐν «Γανυμήδει» 4, ἀπαρέμφ. χεσεῖν Ἀριστοφ. Θεσμ. 570, Ἀνθ. Π. 7. 683· - πρκμ. κέχοδα (ἴδε ἐγ-, ἐπι-[[χέζω]])· παθητ. κέχεσμαι ἴδε κατωτ. (Ἐκ τῆς √ΧΕΔ παράγονται καὶ αἱ λέξ. χόδος, χόδανος, μυό χοδον· πρβλ. Σανσκρ. had, had-ê (laxare alvuni)· Ἀγγλο-Σαξον. scit-e· Ἀρχ. Γερμ. sciz-u· - [[ὥστε]] φαίνεται ὅτι ἀπώλετο τὸ ἀρκτικὸν σ). Ὡς καὶ νῦν, ἀποπατῶ, [[συχν]]. παρ’ Ἀριστοφ.· παροιμ.: εἰ [[μηδὲ]] χέσαι γ’ αὐτῷ σχολὴ γενήσεται Στράττις ἐν «Χρυσίππῳ» 1· - μετ’ αἰτ., σησαμίδας δὲ χέζει, μῆλα δὲ χρέμπτεται Εὔπολις ἐν «Κόλαξι» 17· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ (ὡς λογοπαίγνιον), χέσαιτο γὰρ εἰ μαχέσαιτο Ἀριστοφ. Ἱππ. 1057. - Παθ., [[σπέλεθος]] [[ἀρτίως]] κεχεσμένος, [[κόπρος]] [[ἀρτίως]] ἐκπεσοῦσα τῆς ἕδρας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 1170. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> χεσοῦμαι <i>ou</i> χέσομαι, <i>ao.</i> ἔχεσα, <i>ao.2</i> ἔχεσον, <i>pf. inus., en compos.</i> -κέχοδα ; <i>part. pf. Pass.</i> κεχεσμένος;<br />aller à la selle;<br /><i><b>Moy.</b></i> χέζομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' R. Χεδ, relâcher, de la R. Χα, s’ouvrir, être béant. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 9 August 2017
English (LSJ)
fut.
A χεσοῦμαι Ar.V.941, Pax1235; also κατα-χέσομαι Id.Fr.152: aor. 1 ἔχεσα Id.Ec.320,808, (ἐγ-) ib.347, (κατ-) Nu. 174: aor. 2 ἔχεσον (κατ-) Alc.Com.4 (cf. Hdn.Gr.2.801); inf. χεσεῖν Ar.Th.570, AP7.683 (Pall.): pf. κέχοδα (only in compds. ἐγ-, ἐπι-χέζω): Pass., κέχεσμαι (v. infr.):—ease oneself, Ar. ll.cc., etc.: prov., εἰ μηδὲ χέσαι γε . . σχολὴ γενήσεται Stratt.51; οὐκ ἔχεις ὅ[ποι χέσῃς] ὑπὸ τῶν ἀγαθῶν cj. in Men.530.9, cf. Com.Adesp. 491; ἐλευθέρα Κόρκυρα· χέζ' ὅπου θέλεις Str.7Fr.8: c. acc., χ. σησαμίδας Eup.163 (lyr.):—Med. (for the sake of the pun), χέσαιτο γὰρ εἰ μαχέσαιτο Ar.Eq.1057 (hex.):—Pass., πέλεθος ἀρτίως κεχεσμένος dung just dropped, Id.Ach.1170. (Cf. Skt. hádati (same sense).)
German (Pape)
[Seite 1341] fut. χεσοῦμαι, Ar. Vesp. 941, auch χέσειν, Pallad. 62 (VII, 683); aor. ἔχεσα u. ἔχεσον, perf. κέχοδα, perf. pass. κεχεσμένος, Ar. Ach. 1133, – seine Nothdurft verrichten, scheißen, 82, Equ. 70 u. sonst, zum Scherz auch im med. gebraucht, χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο.
Greek (Liddell-Scott)
χέζω: μελλ. χεσοῦμαι Ἀριστοφ. Σφ. 941, Εἰρήν. 1235· καὶ καταχέσομαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 207· - ἀόρ. α΄ ἔχεσα ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 320, 808, (ἐγ-) αὐτόθι 347, (κατ-) Νεφ. 174· καὶ ἀόρ. β΄ ἕχεσον (κατ-) Ἀλκαῖος Κωμικ. ἐν «Γανυμήδει» 4, ἀπαρέμφ. χεσεῖν Ἀριστοφ. Θεσμ. 570, Ἀνθ. Π. 7. 683· - πρκμ. κέχοδα (ἴδε ἐγ-, ἐπι-χέζω)· παθητ. κέχεσμαι ἴδε κατωτ. (Ἐκ τῆς √ΧΕΔ παράγονται καὶ αἱ λέξ. χόδος, χόδανος, μυό χοδον· πρβλ. Σανσκρ. had, had-ê (laxare alvuni)· Ἀγγλο-Σαξον. scit-e· Ἀρχ. Γερμ. sciz-u· - ὥστε φαίνεται ὅτι ἀπώλετο τὸ ἀρκτικὸν σ). Ὡς καὶ νῦν, ἀποπατῶ, συχν. παρ’ Ἀριστοφ.· παροιμ.: εἰ μηδὲ χέσαι γ’ αὐτῷ σχολὴ γενήσεται Στράττις ἐν «Χρυσίππῳ» 1· - μετ’ αἰτ., σησαμίδας δὲ χέζει, μῆλα δὲ χρέμπτεται Εὔπολις ἐν «Κόλαξι» 17· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ (ὡς λογοπαίγνιον), χέσαιτο γὰρ εἰ μαχέσαιτο Ἀριστοφ. Ἱππ. 1057. - Παθ., σπέλεθος ἀρτίως κεχεσμένος, κόπρος ἀρτίως ἐκπεσοῦσα τῆς ἕδρας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 1170.
French (Bailly abrégé)
f. χεσοῦμαι ou χέσομαι, ao. ἔχεσα, ao.2 ἔχεσον, pf. inus., en compos. -κέχοδα ; part. pf. Pass. κεχεσμένος;
aller à la selle;
Moy. χέζομαι m. sign.
Étymologie: R. Χεδ, relâcher, de la R. Χα, s’ouvrir, être béant.