ἐπικομίζω: Difference between revisions
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
(6_13b) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπικομίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: - [[ἐπιτροπεύω]] ἢ [[ἀνατρέφω]], ἐπιμελείσθω δὲ Νικάνωρ καὶ Μύρμηκος τοῦ παιδίου, [[ὅπως]] ἂν [[ἀξίως]] ἡμῶν τοῖς ἰδίοις ἐπικομισθῇ Διαθήκη Ἀριστ. παρὰ Διογ. Λ. 5. 14, ἐν τῷ Παθ. - Μέσ., [[κομίζω]] τι μετ’ ἐμοῦ, τὴν τροφὴν αὐτοὺς ἑαυτοῖς... ἐπικομίσασθαι κελεύσας Δίων Κ. 50. 11. | |lstext='''ἐπικομίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: - [[ἐπιτροπεύω]] ἢ [[ἀνατρέφω]], ἐπιμελείσθω δὲ Νικάνωρ καὶ Μύρμηκος τοῦ παιδίου, [[ὅπως]] ἂν [[ἀξίως]] ἡμῶν τοῖς ἰδίοις ἐπικομισθῇ Διαθήκη Ἀριστ. παρὰ Διογ. Λ. 5. 14, ἐν τῷ Παθ. - Μέσ., [[κομίζω]] τι μετ’ ἐμοῦ, τὴν τροφὴν αὐτοὺς ἑαυτοῖς... ἐπικομίσασθαι κελεύσας Δίων Κ. 50. 11. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπικομίζω]] (AM) [[κομίζω]]<br />[[μεταφέρω]], [[κομίζω]], [[οδηγώ]] [[κάτι]] σε κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπικομίζομαι</i><br />[[φέρω]], έχω [[κάτι]] [[επάνω]] μου, [[συναποκομίζω]] («τὴν τροφὴν αὐτοὺς ἑαυτοῑς... ἐπικομίσασθαι κελεύσας», Δίων Κάσσ.)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> (για [[παιδιά]]) επιτροπεύομαι, ανατρέφομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:11, 29 September 2017
English (LSJ)
A bring or carry to, ἐπὶ τοὺς ἔξω τόπους Str.11.2.17, cf. Arist. ap. D.L.5.14 (Pass.):—Med., bring with one, τὰ τοῦ Ἰωσήπου ὀστᾶ J.AJ2.15.2; τὴν τροφὴν ἑαυτοῖς D.C.50.11, cf. PLips.41.10 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 951] hinzubringen, -führen, D. L. 5, 14; τὴν τροφὴν ἐπικομίσασθαι, mit sich bringen, D. Cass. 50, 11; Heliod. 2, 69.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικομίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: - ἐπιτροπεύω ἢ ἀνατρέφω, ἐπιμελείσθω δὲ Νικάνωρ καὶ Μύρμηκος τοῦ παιδίου, ὅπως ἂν ἀξίως ἡμῶν τοῖς ἰδίοις ἐπικομισθῇ Διαθήκη Ἀριστ. παρὰ Διογ. Λ. 5. 14, ἐν τῷ Παθ. - Μέσ., κομίζω τι μετ’ ἐμοῦ, τὴν τροφὴν αὐτοὺς ἑαυτοῖς... ἐπικομίσασθαι κελεύσας Δίων Κ. 50. 11.
Greek Monolingual
ἐπικομίζω (AM) κομίζω
μεταφέρω, κομίζω, οδηγώ κάτι σε κάποιον
αρχ.
1. μέσ. ἐπικομίζομαι
φέρω, έχω κάτι επάνω μου, συναποκομίζω («τὴν τροφὴν αὐτοὺς ἑαυτοῑς... ἐπικομίσασθαι κελεύσας», Δίων Κάσσ.)
2. παθ. (για παιδιά) επιτροπεύομαι, ανατρέφομαι.