ἐπιγελάω: Difference between revisions

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιγελάω''': μέλλ. -άσομαι ᾰ, γελῶ ἐπιδοκιμάζων, ὡς τὸ [[προσγελάω]], Λατ. arrideo, ἀντίθετον τῷ [[ἐπεγγελάω]] (irrideo), γέλασαν δ’ ἐπὶ πάντες Ἀχαιοὶ Ἰλ. Ψ. 840, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 62A, Ξεν. Ἀπολογ. 28, κτλ.· ἐπ. τινί, γελῶ ἐπί τινι, Ἀριστοφ. Θεσμ. 979· τινι σκώψαντι Θεοφρ. Χαρ. 2. 3· ἀπολ., [[κῦμα]] ἐπιγελᾷ, ῥήγνυται [[μετὰ]] ἤχου φλοισβώδους, Ἀριστ. Προβλ. 23. 24· οὕτω, στόματα ἐπιγελῶντα, ἐπὶ τῶν ἐκβολῶν ποταμῶν, Στράβ. 501· λόγοι ἐπιγελῶντες, εὐχάριστοι, Πλούτ. 2. 27F. ΙΙ. = [[ἐπεγγελάω]], Λουκ. Δὶς Κατηγ. 5.
|lstext='''ἐπιγελάω''': μέλλ. -άσομαι ᾰ, γελῶ ἐπιδοκιμάζων, ὡς τὸ [[προσγελάω]], Λατ. arrideo, ἀντίθετον τῷ [[ἐπεγγελάω]] (irrideo), γέλασαν δ’ ἐπὶ πάντες Ἀχαιοὶ Ἰλ. Ψ. 840, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 62A, Ξεν. Ἀπολογ. 28, κτλ.· ἐπ. τινί, γελῶ ἐπί τινι, Ἀριστοφ. Θεσμ. 979· τινι σκώψαντι Θεοφρ. Χαρ. 2. 3· ἀπολ., [[κῦμα]] ἐπιγελᾷ, ῥήγνυται [[μετὰ]] ἤχου φλοισβώδους, Ἀριστ. Προβλ. 23. 24· οὕτω, στόματα ἐπιγελῶντα, ἐπὶ τῶν ἐκβολῶν ποταμῶν, Στράβ. 501· λόγοι ἐπιγελῶντες, εὐχάριστοι, Πλούτ. 2. 27F. ΙΙ. = [[ἐπεγγελάω]], Λουκ. Δὶς Κατηγ. 5.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> rire, sourire <i>abs.</i><br /><b>2</b> rire de, se moquer de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[γελάω]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιγελάω Medium diacritics: ἐπιγελάω Low diacritics: επιγελάω Capitals: ΕΠΙΓΕΛΑΩ
Transliteration A: epigeláō Transliteration B: epigelaō Transliteration C: epigelao Beta Code: e)pigela/w

English (LSJ)

fut. -άσομαι [ᾰ] LXXPr.1.26:

   A —laugh approvingly, γέλασαν δ' ἐπὶ πάντες Ἀχαιοί Il.23.840, cf.Pl.Phd.62a, X.Ap.28, etc.; . χορείαις smile upon, Ar.Th.979(lyr.); τινὶ σκ ώψαντι Thphr.Char.2.4: abs., κύματα ἐπιγελᾷ break with a plashing sound, Arist.Pr.931a35; στόματα ἐπιγελῶντα, of the mouths of rivers, Str.1.4.2(s.v.l.); λόγοι ἐπιγελῶντες pleasant words, Plu.2.27f.    2. metaph., sparkle on the surface, ἐπεγέλασέ τις ὕλη τῷ μίγματι Herm. ap. Stob.1.49.44.    II. = ἐπεγγελάω, LXX Pr.1.26, Gal.6.234, Luc. Bis Acc.5; τῷ δυστυχοῦντι Chiloap.Stob.3.1.172.

German (Pape)

[Seite 932] (s. γελάω), dabei, darüber lachen; Ar. Th. 978; Plat. Phaed. 62 a; Xen. u. A.; λόγοι ἐπιγελῶντες, freundliche Reden, Plut. aud. p. 7; verlachen, verspotten, τινί, Arr. An. 4, 12, 3; Luc. – Uebtr., τὸ κῦμα ἐπιγελᾷ Arist. probl. 23, 1. 24, wie στόματα ἐπιγελῶντα Strab. XI p. 501, mit starkem Wellenschlage.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιγελάω: μέλλ. -άσομαι ᾰ, γελῶ ἐπιδοκιμάζων, ὡς τὸ προσγελάω, Λατ. arrideo, ἀντίθετον τῷ ἐπεγγελάω (irrideo), γέλασαν δ’ ἐπὶ πάντες Ἀχαιοὶ Ἰλ. Ψ. 840, πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 62A, Ξεν. Ἀπολογ. 28, κτλ.· ἐπ. τινί, γελῶ ἐπί τινι, Ἀριστοφ. Θεσμ. 979· τινι σκώψαντι Θεοφρ. Χαρ. 2. 3· ἀπολ., κῦμα ἐπιγελᾷ, ῥήγνυται μετὰ ἤχου φλοισβώδους, Ἀριστ. Προβλ. 23. 24· οὕτω, στόματα ἐπιγελῶντα, ἐπὶ τῶν ἐκβολῶν ποταμῶν, Στράβ. 501· λόγοι ἐπιγελῶντες, εὐχάριστοι, Πλούτ. 2. 27F. ΙΙ. = ἐπεγγελάω, Λουκ. Δὶς Κατηγ. 5.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 rire, sourire abs.
2 rire de, se moquer de, τινι.
Étymologie: ἐπί, γελάω.