σφε: Difference between revisions

From LSJ

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
(6_14)
 
(Bailly1_5)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφε''': μετ’ ἀποστρ. σφ’, αἰτ. ἀρσ. καὶ θηλ. τοῦ [[σφεῖς]], = αὐτούς, αὐτάς, Ἰλ. Ι. 256, Σιμωνίδ. 98, Πινδ. Π. 5. 115, Αἰσχύλ. Θήβ. 630, 788, 864, Σοφ. Ο. Τ. 1505, Ο. Κ. 605, 1669, καὶ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς˙ [[ἅπαξ]] παρ’ Ἡροδ. (7. 170, [[μετὰ]] διαφόρ. γραφ. σφέας)˙ [[οὐδαμοῦ]] παρὰ τοῖς κωμικοῖς ([[διότι]] τὸ [[χωρίον]] τοῦ Ἀριστοφ. ἐν Ἱππ. 1020 [[εἶναι]] [[μέρος]] χρησμοῦ [[χάριν]] παιδιᾶς), [[οὔτε]] παρὰ τοῖς πεζογράφοις. 2) ὡς αἰτιατ. τοῦ δυϊκοῦ, = αὐτώ, αὐτά, Ἰλ. Λ. 111, Ὀδ. Θ. 271, Φ. 192, 206. 3) ὡς αἰτ. οὐδ. πληθ. = αὐτά, Θεόκρ. 15. 80. ΙΙ. παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς καὶ ὡς ἑνικ. αἰτ. τοῦ ἵ, = αὐτόν, αὐτήν, Αἰσχύλ. Πρ. 9, Θήβ. 469, κ. ἀλλ., Σοφ. Ο. Τ. 761, Ο. Κ. 40, Ἀντ. 44, Φιλ. 200, κ. ἀλλ., Εὐρ., πρβλ. Valck. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 1253˙ οὕτω καὶ παρὰ Πινδ. Ι. 6 (5). 108, καὶ μεταγεν. ποιηταῖς˙ [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ. 3. 52, 53. (Ἴδε [[σφεῖς]], οὗ).
|lstext='''σφε''': μετ’ ἀποστρ. σφ’, αἰτ. ἀρσ. καὶ θηλ. τοῦ [[σφεῖς]], = αὐτούς, αὐτάς, Ἰλ. Ι. 256, Σιμωνίδ. 98, Πινδ. Π. 5. 115, Αἰσχύλ. Θήβ. 630, 788, 864, Σοφ. Ο. Τ. 1505, Ο. Κ. 605, 1669, καὶ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς˙ [[ἅπαξ]] παρ’ Ἡροδ. (7. 170, [[μετὰ]] διαφόρ. γραφ. σφέας)˙ [[οὐδαμοῦ]] παρὰ τοῖς κωμικοῖς ([[διότι]] τὸ [[χωρίον]] τοῦ Ἀριστοφ. ἐν Ἱππ. 1020 [[εἶναι]] [[μέρος]] χρησμοῦ [[χάριν]] παιδιᾶς), [[οὔτε]] παρὰ τοῖς πεζογράφοις. 2) ὡς αἰτιατ. τοῦ δυϊκοῦ, = αὐτώ, αὐτά, Ἰλ. Λ. 111, Ὀδ. Θ. 271, Φ. 192, 206. 3) ὡς αἰτ. οὐδ. πληθ. = αὐτά, Θεόκρ. 15. 80. ΙΙ. παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς καὶ ὡς ἑνικ. αἰτ. τοῦ ἵ, = αὐτόν, αὐτήν, Αἰσχύλ. Πρ. 9, Θήβ. 469, κ. ἀλλ., Σοφ. Ο. Τ. 761, Ο. Κ. 40, Ἀντ. 44, Φιλ. 200, κ. ἀλλ., Εὐρ., πρβλ. Valck. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 1253˙ οὕτω καὶ παρὰ Πινδ. Ι. 6 (5). 108, καὶ μεταγεν. ποιηταῖς˙ [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ. 3. 52, 53. (Ἴδε [[σφεῖς]], οὗ).
}}
{{bailly
|btext=<i>encl.</i><br /><i>pron. de la 3ᵉ <i>pers.</i> épq. et ion. seul. à l’acc. sg., pl. et duel, v.</i> [[σφε]]-.
}}
}}

Revision as of 19:46, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

σφε: μετ’ ἀποστρ. σφ’, αἰτ. ἀρσ. καὶ θηλ. τοῦ σφεῖς, = αὐτούς, αὐτάς, Ἰλ. Ι. 256, Σιμωνίδ. 98, Πινδ. Π. 5. 115, Αἰσχύλ. Θήβ. 630, 788, 864, Σοφ. Ο. Τ. 1505, Ο. Κ. 605, 1669, καὶ παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς˙ ἅπαξ παρ’ Ἡροδ. (7. 170, μετὰ διαφόρ. γραφ. σφέας)˙ οὐδαμοῦ παρὰ τοῖς κωμικοῖς (διότι τὸ χωρίον τοῦ Ἀριστοφ. ἐν Ἱππ. 1020 εἶναι μέρος χρησμοῦ χάριν παιδιᾶς), οὔτε παρὰ τοῖς πεζογράφοις. 2) ὡς αἰτιατ. τοῦ δυϊκοῦ, = αὐτώ, αὐτά, Ἰλ. Λ. 111, Ὀδ. Θ. 271, Φ. 192, 206. 3) ὡς αἰτ. οὐδ. πληθ. = αὐτά, Θεόκρ. 15. 80. ΙΙ. παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς καὶ ὡς ἑνικ. αἰτ. τοῦ ἵ, = αὐτόν, αὐτήν, Αἰσχύλ. Πρ. 9, Θήβ. 469, κ. ἀλλ., Σοφ. Ο. Τ. 761, Ο. Κ. 40, Ἀντ. 44, Φιλ. 200, κ. ἀλλ., Εὐρ., πρβλ. Valck. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 1253˙ οὕτω καὶ παρὰ Πινδ. Ι. 6 (5). 108, καὶ μεταγεν. ποιηταῖς˙ ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 3. 52, 53. (Ἴδε σφεῖς, οὗ).

French (Bailly abrégé)

encl.
pron. de la 3ᵉ pers. épq. et ion. seul. à l’acc. sg., pl. et duel, v. σφε-.