ἀφλοισμός: Difference between revisions
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφλοισμός''': ὁ, ἐν Ἰλ. Ο. 607, ἐπὶ ὠργισμένου ἀνθρώπου, ἀφλοισμὸς δὲ περὶ [[στόμα]] γίγνετο, πιθ. (ἐκ τοῦ α εὐφων.) = [[φλοῖσβος]], [[πάφλασμα]], τὸ [[φύρδην]] τὰ ῥήματα ἐκβάλλειν τοῦ στόματος· καθ’ Ἡσύχ. «[[ἀφλοισμός]]· ἀφρὸς» (πρβλ. Ὀρφ. Λιθ. 475). [[Κατὰ]] τὸ Μ. Ἐτυμ. (177, 48) «… ἤ παρὰ τὸ [[ἀφρίζω]], ἀφρισμὸς… ἤ παρὰ τὸ [[φλέω]], φλοισμὸς καὶ [[ἀφλοισμός]], ἔτι δὲ [[ψόφος]] [[ποιός]], ἤ [[ἀφρός]]». Πρβλ. τὸ [[ῥῆμα]] [[φλέω]]. | |lstext='''ἀφλοισμός''': ὁ, ἐν Ἰλ. Ο. 607, ἐπὶ ὠργισμένου ἀνθρώπου, ἀφλοισμὸς δὲ περὶ [[στόμα]] γίγνετο, πιθ. (ἐκ τοῦ α εὐφων.) = [[φλοῖσβος]], [[πάφλασμα]], τὸ [[φύρδην]] τὰ ῥήματα ἐκβάλλειν τοῦ στόματος· καθ’ Ἡσύχ. «[[ἀφλοισμός]]· ἀφρὸς» (πρβλ. Ὀρφ. Λιθ. 475). [[Κατὰ]] τὸ Μ. Ἐτυμ. (177, 48) «… ἤ παρὰ τὸ [[ἀφρίζω]], ἀφρισμὸς… ἤ παρὰ τὸ [[φλέω]], φλοισμὸς καὶ [[ἀφλοισμός]], ἔτι δὲ [[ψόφος]] [[ποιός]], ἤ [[ἀφρός]]». Πρβλ. τὸ [[ῥῆμα]] [[φλέω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />écume autour de la bouche d’un homme furieux.<br />'''Étymologie:''' ἀ- prosth., R. Φλυ couler. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:25, 9 August 2017
English (LSJ)
ὁ,
A foaming at the mouth, ἀφλοισμὸς δὲ περὶ στόμα γίγνετο, of an angry man, Il.15.607, cf. Euph.51.4. (Cf. πεφλοιδέναι, ἔφλιδεν, Hsch.)
German (Pape)
[Seite 413] ὁ, Il. 15, 607 περὶ στόμα γίγνετο, von einem Wüthenden, Schaum. Geifer. Andere erkl. Zähneknirschen. Hängt wohl mit φλοῖσβος zusammen, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφλοισμός: ὁ, ἐν Ἰλ. Ο. 607, ἐπὶ ὠργισμένου ἀνθρώπου, ἀφλοισμὸς δὲ περὶ στόμα γίγνετο, πιθ. (ἐκ τοῦ α εὐφων.) = φλοῖσβος, πάφλασμα, τὸ φύρδην τὰ ῥήματα ἐκβάλλειν τοῦ στόματος· καθ’ Ἡσύχ. «ἀφλοισμός· ἀφρὸς» (πρβλ. Ὀρφ. Λιθ. 475). Κατὰ τὸ Μ. Ἐτυμ. (177, 48) «… ἤ παρὰ τὸ ἀφρίζω, ἀφρισμὸς… ἤ παρὰ τὸ φλέω, φλοισμὸς καὶ ἀφλοισμός, ἔτι δὲ ψόφος ποιός, ἤ ἀφρός». Πρβλ. τὸ ῥῆμα φλέω.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
écume autour de la bouche d’un homme furieux.
Étymologie: ἀ- prosth., R. Φλυ couler.