Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φλοῖσβος

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλοῖσβος Medium diacritics: φλοῖσβος Low diacritics: φλοίσβος Capitals: ΦΛΟΙΣΒΟΣ
Transliteration A: phloîsbos Transliteration B: phloisbos Transliteration C: floisvos Beta Code: floi=sbos

English (LSJ)

ὁ, any confused roaring noise, in Hom. of the noise of battle, Il.5.322, 469, 10.416 (never in Od.): τὸν μὲν ἄρ' ἐκ φλοίσβου.. ῥύσαντο Euph.23; of the sea, πόντου περῶσα φλοῖσβον A.Pr.792, cf. S.Fr.479, Hymn.Is.166; φλοίσβων δίναις Lyc.379; ἰλυόεις φ. Opp. H.1.777.—Poet. word.

German (Pape)

[Seite 1292] ό, das Brausen, das rauschende Getöse einer bewegten Masse; bes. das dumpfe Geräusch einer großen Menschenmenge, das Kriegsgetümmel, Il. 5, 322. 469. 10, 416. 20, 377 (in der Od. kommt es nicht vor); später bes. das Getöse des rauschenden, Wellen schlagenden Meeres, πόντου περῶσα φλοῖσβον Aesch. Prom. 794; die Brandung, Lycophr. 379 u. sonst; ἰλυόεις, Schaum, Opp. Hal. 1, 777.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 bruit sourd et confus d'une masse d'hommes, d'une armée, d'un combat;
2 bruit sourd de la mer, des vagues.
Étymologie: φλοίω ; cf. tumultus

Russian (Dvoretsky)

φλοῖσβος:
1 шум, рокот (πόντου Aesch.);
2 шум битвы (ἐκ φλοίσβοιο σαώσομεν ἑταῖρον Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

φλοῖσβος: ὁ, (ἴδε φλέω), συγκεχυμένος θόρυβοςκρότος ὑπόκωφος, παρ’ Ὁμήρ., ἐπὶ θορύβου ἢ τῆς συγκεχυμένης βοῆς τῆς μάχης, Ἰλ. Ε. 322, 469, Κ. 416 (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.)· ἐπὶ τῆς κυμαινομένης θαλάσσης, πόντου περῶσα φλοῖσβον Αἰσχύλ. Πρ. 792, Σοφ. Ἀποσπ. 380· (ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ὁ Ὅμηρος ἔχει μόνον τὸν τύπον πολύφλοισβος)· φλοίσβων δίναις Λυκόφρ. 379 φλ. ἰλυόεις Ὀππ. Ἁλ. 1. 777. ― Ποιητ. λέξ., πρβλ. ἀφλοισμός, ἄφλοισβος.

English (Autenrieth)

roar of waves, applied also to the roar of battle. (Il.)

Greek Monolingual

ο / φλοῖσβος, ΝΑ
ελαφρός ήχος που παράγεται όταν μικρά κύματα χτυπούν στην ακτή
νεοελλ.
(γενικά) ελαφρός παφλασμός κινούμενου νερού («ο φλοίσβος του ρυακιού»)
αρχ.
1. τάραχος, θόρυβος
2. συγκεχυμένος θόρυβος κινούμενου όγκου και, κυρίως, πλήθους ανθρώπων, οχλοβοή
3. (στον Όμ.) βοή από το πεδίο της μάχης
4. ο θόρυβος της φουσκοθαλασσιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική λ. η οποία, κατά την επικρατέστερη άποψη και με αφετηρία τη σημ. «ταραχή, αναστάτωση», ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας bhl-ei-d- (πρβλ. φλοιδ-ιῶ, για τη μορφή της ρίζας βλ. λ. φλίω) εντάσσεται, δηλαδή, στην ευρύτερη οικογένεια της ΙΕ ρίζας bhel- «φουσκώνω, πρήζομαι, κοχλάζω» (πρβλ. φλέω, φλίω, φλύω) και εμφανίζει μια ιδιαίτερη μεταφορική χρήση της αρχικής σημ. «φουσκώνω» για να δηλωθεί η έννοια της ταραχής, της αναστάτωσης, του αναβρασμού (για τη σημασιολογική αυτή σχέση πρβλ. αρχ. ινδ. tumala- «ταραχή, σύγχυση», λατ. tumultus «ταραχή», γαλλ. tumulte < ΙΕ ρίζα teu- / tu-m- «πρήζομαι, φουσκώνω»). Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η λ. φλοῖσβος έχει σχηματιστεί κατ' επίδραση του επιθήματος -βος, που απαντά σε λ. οι οποίες δηλώνουν ήχο, όπως θόρυ-βος, κόνα-βος (πρβλ. τη χρήση της λ. φλοῖσβος με σημ. «θόρυβος») από έναν τ. φλοισμός (πρβλ. ἀφλοισμός, ὑπερφλοισμός) σχηματισμένον από το θ. φλοιδ- με κατάλ. -μος και με τροπή του συμπλέγματος -δμ- σε -σμ- (για την τάση αυτή της γλώσσας να αποφεύγεται το συμφωνικό αυτό σύμπλεγμα πρβλ. ἴσμεν: ἴδμεν, ὀσμή: ὀδμή). Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι κατά την αρχαιότητα η λ. φλοῖσβος είχε ερμηνευθεί ως παρ. του ρ. φλέω, μέσω μιας σημ. του ρ. «κοχλάζω, αναβράζω» (για τη σημ. αυτή βλ. λ. φλέω), είχε δηλαδή επισημανθεί η ένταξη της στην οικογένεια αυτή].

Greek Monotonic

φλοῖσβος: ὁ (φλέω), κάθε συγκεχυμένος θόρυβος, ήχος μάχης, σε Ομήρ. Ιλ.· ο θόρυβος της θάλασσας, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

φλοῖσβος, ὁ, φλέω
any confused noise, the noise of battle, the battle-din, Il.; the roar of the sea, Aesch.

Frisk Etymology German

φλοῖσβος: {phloĩsbos}
Grammar: m.
Meaning: das Rauschen, Wogen (A., S., Lyk. u.a.), übertr. Kriegslärm, Gewühl (Il., Euph.).
Composita: Komp. πολύφλοισβος Beiw. der θάλασσα ‘viel-, lautrauschend' (Hom., Hes. u.a.), sp. auch ἄ-, βαρύφλοισβος (Nonn., Prokl.).
Etymology: Poetisches Schallwort mit Ausgang wie θόρυβος, κόναβος usw.; weitere Analyse unsicher. Der formal naheliegende Anschluß an φλιδάω, πέφλοιδεν (seit Walde KZ 34, 502 f.) ist semantisch nicht besonders schlagend; noch willkürlichere Deutungsversuche von Fick 1, 498; Prellwitz s.v., Persson Beitr. 2, 879 (s. Bq und WP. 2, 211 u. 218).
Page 2,1029

English (Woodhouse)

surf

⇢ Look up "φλοῖσβος" on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ὑπόκωφος θόρυβος). Ἀρχικά ἦταν φλοιδ+σ+βος → φλοῖσβος, ἀπό τό φλέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.