σφάραγος: Difference between revisions
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(6_14) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σφάραγος''': ὁ, ἡ [[μετὰ]] ψόφου [[ἔκρηξις]]. - Ἡ [[λέξις]] αὕτη μνημονεύεται ὑπὸ τῶν γραμματικῶν, ἀλλ’ ἀπαντᾷ μόνον ἐν τοῖς παραγώγοις [[σφαραγέομαι]], -ίζω, καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις βαρυ-, ἐρι-[[σφάραγος]]. (Ἡ [[ῥίζα]] εὕρηται ἐν τῷ Σανσκρ. Sphur΄g , sphur΄g âmi (tono), vis’ pur΄g (strepo)˙ Λιθ. spragu (crepare)˙ - δυσκόλως δύναταί τις, νὰ πεισθῇ ὅτι τὰ [[σπαργάω]], [[σφριγάω]] δὲν σχετίζονται πρὸς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, πρβλ. [[σφαραγέομαι]] ΙΙ). - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σφάραγος]]˙ [[βρόγχος]]. [[τράχηλος]]. λαιμός. [[ψόφος]]». | |lstext='''σφάραγος''': ὁ, ἡ [[μετὰ]] ψόφου [[ἔκρηξις]]. - Ἡ [[λέξις]] αὕτη μνημονεύεται ὑπὸ τῶν γραμματικῶν, ἀλλ’ ἀπαντᾷ μόνον ἐν τοῖς παραγώγοις [[σφαραγέομαι]], -ίζω, καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις βαρυ-, ἐρι-[[σφάραγος]]. (Ἡ [[ῥίζα]] εὕρηται ἐν τῷ Σανσκρ. Sphur΄g , sphur΄g âmi (tono), vis’ pur΄g (strepo)˙ Λιθ. spragu (crepare)˙ - δυσκόλως δύναταί τις, νὰ πεισθῇ ὅτι τὰ [[σπαργάω]], [[σφριγάω]] δὲν σχετίζονται πρὸς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, πρβλ. [[σφαραγέομαι]] ΙΙ). - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σφάραγος]]˙ [[βρόγχος]]. [[τράχηλος]]. λαιμός. [[ψόφος]]». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />[[λαιμός]], [[βρόχος]], [[τράχηλος]] EUST.<br />'''Étymologie:''' R. Σφαργ, faire du bruit. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 August 2017
English (LSJ)
βρόγχος, τράχηλος, λαιμός, ψόφος, Hsch.:
A = φάρυγξ, Apion ap.Phot.
Greek (Liddell-Scott)
σφάραγος: ὁ, ἡ μετὰ ψόφου ἔκρηξις. - Ἡ λέξις αὕτη μνημονεύεται ὑπὸ τῶν γραμματικῶν, ἀλλ’ ἀπαντᾷ μόνον ἐν τοῖς παραγώγοις σφαραγέομαι, -ίζω, καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις βαρυ-, ἐρι-σφάραγος. (Ἡ ῥίζα εὕρηται ἐν τῷ Σανσκρ. Sphur΄g , sphur΄g âmi (tono), vis’ pur΄g (strepo)˙ Λιθ. spragu (crepare)˙ - δυσκόλως δύναταί τις, νὰ πεισθῇ ὅτι τὰ σπαργάω, σφριγάω δὲν σχετίζονται πρὸς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, πρβλ. σφαραγέομαι ΙΙ). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σφάραγος˙ βρόγχος. τράχηλος. λαιμός. ψόφος».
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
λαιμός, βρόχος, τράχηλος EUST.
Étymologie: R. Σφαργ, faire du bruit.