ἀδέκαστος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀδέκαστος''': -ον, ([[δεκάζω]]) [[ἀδωροδόκητος]], [[ἀπροσωπόληπτος]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 9, 6, Διον. Ἁλ., κτλ. - Συγκρ. ἐπίρρ. -ότερον, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 47.
|lstext='''ἀδέκαστος''': -ον, ([[δεκάζω]]) [[ἀδωροδόκητος]], [[ἀπροσωπόληπτος]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 9, 6, Διον. Ἁλ., κτλ. - Συγκρ. ἐπίρρ. -ότερον, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 47.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non corrompu, incorruptible, intègre.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[δεκάζω]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδέκαστος Medium diacritics: ἀδέκαστος Low diacritics: αδέκαστος Capitals: ΑΔΕΚΑΣΤΟΣ
Transliteration A: adékastos Transliteration B: adekastos Transliteration C: adekastos Beta Code: a)de/kastos

English (LSJ)

ον, (δεκάζω)

   A unbribed, impartial, Arist.EN1109b8, Plu. Cim.10, Ael.NA17.16; διάνοια D.H.Th.34, etc. Adv. -τως, ἔχουσα φιλοσοφία Philostr.VA8.7.3, cf. Gal.11.417, Max.Tyr.6.6: Comp. -ότερον Luc.Hist.Conscr.47.

German (Pape)

[Seite 32] unbestochen, vom Richter (Tim. ὁ μὴ κρίσιν πιπράσκων), Arist. Eth. Nic. 2, 9, 6 u. Sp.; Luc. ἀδεκαστότερον ἐξηγεῖσθαι hist. scrib. 47.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδέκαστος: -ον, (δεκάζω) ἀδωροδόκητος, ἀπροσωπόληπτος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 9, 6, Διον. Ἁλ., κτλ. - Συγκρ. ἐπίρρ. -ότερον, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 47.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non corrompu, incorruptible, intègre.
Étymologie: ἀ, δεκάζω.