πνιγαλίων: Difference between revisions
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
(6_22) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πνῑγᾰλίων''': -ωνος, ὁ, [[ἐφιάλτης]], κοινῶς «βραχνᾶς» ἐν Κυζίκῳ δὲ «πιργαλ~ιός», Λατ. incubus, ἀπὸ τοῦ πνίγειν, [[διότι]] ὁ πάσχων αἰσθάνεται ὡς νὰ πνίγηται ἐκ τῆς στενοχωρίας, Θεμίσων παρὰ Παύλ. Αἰγιν. 3. 15· πρβλ. [[ἐφιάλτης]]. | |lstext='''πνῑγᾰλίων''': -ωνος, ὁ, [[ἐφιάλτης]], κοινῶς «βραχνᾶς» ἐν Κυζίκῳ δὲ «πιργαλ~ιός», Λατ. incubus, ἀπὸ τοῦ πνίγειν, [[διότι]] ὁ πάσχων αἰσθάνεται ὡς νὰ πνίγηται ἐκ τῆς στενοχωρίας, Θεμίσων παρὰ Παύλ. Αἰγιν. 3. 15· πρβλ. [[ἐφιάλτης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ωνος, ὁ, ΜΑ [[πνίγω]]<br />[[εφιάλτης]] που δημιουργείται από την [[αίσθηση]] του πνιγμού [[κατά]] την [[διάρκεια]] του ύπνου, αιφνίδια [[στενοχώρια]] και [[αγωνία]] που προκαλεί μεγάλο [[βάρος]] [[πάνω]] στο [[στήθος]] («τὸν ἐφιάλτην... πνιγαλίωνα προσωνόμασεν [[ἴσως]] ἀπὸ τοῡ πνίγειν», Θεμιστ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 29 September 2017
English (LSJ)
ωνος, ὁ, (πνίγω)
A nightmare, from the sense of throttling which attends it, Themiso ap.Paul.Aeg.3.15.
German (Pape)
[Seite 641] ωνος, ὁ, der Alp, incubo, auch πνίξ, sonst ἐφιάλτης, von der damit verbundenen, dem Ersticken nahen Beängstigung benannt, Paul. Aeg.
Greek (Liddell-Scott)
πνῑγᾰλίων: -ωνος, ὁ, ἐφιάλτης, κοινῶς «βραχνᾶς» ἐν Κυζίκῳ δὲ «πιργαλ~ιός», Λατ. incubus, ἀπὸ τοῦ πνίγειν, διότι ὁ πάσχων αἰσθάνεται ὡς νὰ πνίγηται ἐκ τῆς στενοχωρίας, Θεμίσων παρὰ Παύλ. Αἰγιν. 3. 15· πρβλ. ἐφιάλτης.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, ΜΑ πνίγω
εφιάλτης που δημιουργείται από την αίσθηση του πνιγμού κατά την διάρκεια του ύπνου, αιφνίδια στενοχώρια και αγωνία που προκαλεί μεγάλο βάρος πάνω στο στήθος («τὸν ἐφιάλτην... πνιγαλίωνα προσωνόμασεν ἴσως ἀπὸ τοῡ πνίγειν», Θεμιστ.).