μίσεργος: Difference between revisions

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source
(6_15)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μίσεργος''': -ον, (*[[ἔργω]]) ὁ μισῶν τὴν ἐργασίαν, [[ὀκνηρός]], [[Πολυδ]]., ϛʹ, 172.
|lstext='''μίσεργος''': -ον, (*[[ἔργω]]) ὁ μισῶν τὴν ἐργασίαν, [[ὀκνηρός]], [[Πολυδ]]., ϛʹ, 172.
}}
{{grml
|mltxt=[[μίσεργος]], -ον (Α)<br />αυτός που αισθάνεται [[αποστροφή]] [[προς]] την [[εργασία]], [[οκνηρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μισῶ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>φίλ</i>-<i>εργος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῑσεργος Medium diacritics: μίσεργος Low diacritics: μίσεργος Capitals: ΜΙΣΕΡΓΟΣ
Transliteration A: mísergos Transliteration B: misergos Transliteration C: misergos Beta Code: mi/sergos

English (LSJ)

ον,

   A hating work, lazy, Poll.6.172.

German (Pape)

[Seite 189] Arbeit hassend, Poll. 6, 172.

Greek (Liddell-Scott)

μίσεργος: -ον, (*ἔργω) ὁ μισῶν τὴν ἐργασίαν, ὀκνηρός, Πολυδ., ϛʹ, 172.

Greek Monolingual

μίσεργος, -ον (Α)
αυτός που αισθάνεται αποστροφή προς την εργασία, οκνηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -εργος (< ἔργον), πρβλ. φίλ-εργος].