ἐπιτάρροθος: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
(6_14)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιτάρροθος''': ὁ, Ἐπ. ἀντὶ [[ἐπίρροθος]], [[ἐπαρωγός]], βοηθός, [[ὑπερασπιστής]], παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῶν θεῶν τῶν βοηθούντων κατὰ τὴν μάχην, εἴ πού τις καὶ ἔμοιγε θεῶν ἐπιτάρροθός ἐστι Ἰλ. Α. 366, Υ. 453, Ὀδ. Ω. 182· Ζῆν’ ὕπατον μήστωρα μάχης ἐπιτάρροθον [[εἶναι]], βοηθὸν ἐν μάχῃ, Ἰλ. Ρ. 339· θεοί... ὅσοι Δαναοῖσι μάχης ἐπιτάρροθοι ἦσαν Μ. 180· ὡς θηλ., τοίη οἱ ἐγὼν ἐπιτάρροθοι, ἦα Ε 808, πρβλ. 828. 2) [[κύριος]], κυρίαρχος, Τεγέης Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 67. (Ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ [[ἐπίρροθος]], ὡς τὸ ἀταρτηρὸς ἐκ τοῦ ἀτηρός· ὁ Λυκόφρων [[ὅμως]] μεταχειρίζεται τὸ ἁπλοῦν [[τάρροθος]], 360, 400, κτλ.), Ἡσύχ.
|lstext='''ἐπιτάρροθος''': ὁ, Ἐπ. ἀντὶ [[ἐπίρροθος]], [[ἐπαρωγός]], βοηθός, [[ὑπερασπιστής]], παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῶν θεῶν τῶν βοηθούντων κατὰ τὴν μάχην, εἴ πού τις καὶ ἔμοιγε θεῶν ἐπιτάρροθός ἐστι Ἰλ. Α. 366, Υ. 453, Ὀδ. Ω. 182· Ζῆν’ ὕπατον μήστωρα μάχης ἐπιτάρροθον [[εἶναι]], βοηθὸν ἐν μάχῃ, Ἰλ. Ρ. 339· θεοί... ὅσοι Δαναοῖσι μάχης ἐπιτάρροθοι ἦσαν Μ. 180· ὡς θηλ., τοίη οἱ ἐγὼν ἐπιτάρροθοι, ἦα Ε 808, πρβλ. 828. 2) [[κύριος]], κυρίαρχος, Τεγέης Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 67. (Ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ [[ἐπίρροθος]], ὡς τὸ ἀταρτηρὸς ἐκ τοῦ ἀτηρός· ὁ Λυκόφρων [[ὅμως]] μεταχειρίζεται τὸ ἁπλοῦν [[τάρροθος]], 360, 400, κτλ.), Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> qui vient au secours de, protecteur : Δαναοῖσιν μάχης IL protecteur des Grecs dans le combat;<br /><b>2</b> vainqueur, maître.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], τάρροθος.
}}
}}

Revision as of 19:57, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτάρροθος Medium diacritics: ἐπιτάρροθος Low diacritics: επιτάρροθος Capitals: ΕΠΙΤΑΡΡΟΘΟΣ
Transliteration A: epitárrothos Transliteration B: epitarrothos Transliteration C: epitarrothos Beta Code: e)pita/rroqos

English (LSJ)

ὁ, Ep. for ἐπίρροθος,

   A helper, defender, in Hom. always of the gods that help in fight, τινί Il.11.366, Od.24.182 ; μάχης ἐ. in fight, Il.17.339 ; Δαναοῖσι μάχης ἐπιτάρροθοι 12.180 ; γράμμα δίκης ἐπιτάρροθον Maiist.59 : as fem., τοίη οἱ ἐγὼν ἐπιτάρροθος ἦα Il.5.808, cf. 828 ; Δίκα..καλῶν ἐ. ἔργων Terp.6.    2 master, lord, Τεγέης Orac. ap. Hdt.1.67 ; cf. τάρροθος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτάρροθος: ὁ, Ἐπ. ἀντὶ ἐπίρροθος, ἐπαρωγός, βοηθός, ὑπερασπιστής, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῶν θεῶν τῶν βοηθούντων κατὰ τὴν μάχην, εἴ πού τις καὶ ἔμοιγε θεῶν ἐπιτάρροθός ἐστι Ἰλ. Α. 366, Υ. 453, Ὀδ. Ω. 182· Ζῆν’ ὕπατον μήστωρα μάχης ἐπιτάρροθον εἶναι, βοηθὸν ἐν μάχῃ, Ἰλ. Ρ. 339· θεοί... ὅσοι Δαναοῖσι μάχης ἐπιτάρροθοι ἦσαν Μ. 180· ὡς θηλ., τοίη οἱ ἐγὼν ἐπιτάρροθοι, ἦα Ε 808, πρβλ. 828. 2) κύριος, κυρίαρχος, Τεγέης Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 67. (Ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ ἐπίρροθος, ὡς τὸ ἀταρτηρὸς ἐκ τοῦ ἀτηρός· ὁ Λυκόφρων ὅμως μεταχειρίζεται τὸ ἁπλοῦν τάρροθος, 360, 400, κτλ.), Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
1 qui vient au secours de, protecteur : Δαναοῖσιν μάχης IL protecteur des Grecs dans le combat;
2 vainqueur, maître.
Étymologie: ἐπί, τάρροθος.