μεταδήμιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will

Menander, Monostichoi, 639
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταδήμιος''': -ον, ([[δῆμος]]) ὁ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ δήμου, μεταξὺ τοῦ λαοῦ (ὡς τὸ [[δήμιος]], [[ἐνδήμιος]]), [[μήτι]] κακὸν μεταδήμιον εἴη, νὰ μὴ ἐπέλθῃ κακόν τι εἰς τὸν δῆμον, Ὀδ. Ν. 46· οὐ γὰρ ἔθ’ [[Ἥφαιστος]] [[μεταδήμιος]], δὲν ἐπιδημεῖ, δηλ. δὲν [[εἶναι]] [[ἐνταῦθα]], Θ. 293· [[οἶνος]] μ., = [[ἐπιχώριος]], Διον. Περιηγ. 774. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μεταδήμιος]]· [[ἔνδημος]]. [[τιμητικός]]».
|lstext='''μεταδήμιος''': -ον, ([[δῆμος]]) ὁ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ δήμου, μεταξὺ τοῦ λαοῦ (ὡς τὸ [[δήμιος]], [[ἐνδήμιος]]), [[μήτι]] κακὸν μεταδήμιον εἴη, νὰ μὴ ἐπέλθῃ κακόν τι εἰς τὸν δῆμον, Ὀδ. Ν. 46· οὐ γὰρ ἔθ’ [[Ἥφαιστος]] [[μεταδήμιος]], δὲν ἐπιδημεῖ, δηλ. δὲν [[εἶναι]] [[ἐνταῦθα]], Θ. 293· [[οἶνος]] μ., = [[ἐπιχώριος]], Διον. Περιηγ. 774. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μεταδήμιος]]· [[ἔνδημος]]. [[τιμητικός]]».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui existe <i>ou</i> se répand parmi le peuple;<br /><b>2</b> qui est dans le pays <i>ou</i> du pays.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[δῆμος]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταδήμιος Medium diacritics: μεταδήμιος Low diacritics: μεταδήμιος Capitals: ΜΕΤΑΔΗΜΙΟΣ
Transliteration A: metadḗmios Transliteration B: metadēmios Transliteration C: metadimios Beta Code: metadh/mios

English (LSJ)

ον, (δῆμος)

   A in the midst of or among the people, μή τι κακὸν μεταδήμιον εἴη no harm be among the people, Od.13.46; in the country, οὐ γὰρ ἔθ' Ἥφαιστος μ. 8.293; οἶνος μ., = ἐπιχώριος, D.P. 744.

German (Pape)

[Seite 146] mitten im Volke; daheim, zu Hause, Od. 8, 293 οὐ γὰρ ἔθ' Ἥφαιστος μεταδήμιος, ἀλλά που ἤδη οἴχεται; allgemein, μή τι κακὸν μεταδήμιον εἴη, nichts Böses unter dem Volke, welches das Volk trifft, 13, 46; – οἶνος, einheimisch, D. Per. 744.

Greek (Liddell-Scott)

μεταδήμιος: -ον, (δῆμος) ὁ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ δήμου, μεταξὺ τοῦ λαοῦ (ὡς τὸ δήμιος, ἐνδήμιος), μήτι κακὸν μεταδήμιον εἴη, νὰ μὴ ἐπέλθῃ κακόν τι εἰς τὸν δῆμον, Ὀδ. Ν. 46· οὐ γὰρ ἔθ’ Ἥφαιστος μεταδήμιος, δὲν ἐπιδημεῖ, δηλ. δὲν εἶναι ἐνταῦθα, Θ. 293· οἶνος μ., = ἐπιχώριος, Διον. Περιηγ. 774. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεταδήμιος· ἔνδημος. τιμητικός».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui existe ou se répand parmi le peuple;
2 qui est dans le pays ou du pays.
Étymologie: μετά, δῆμος.