ἀνάποινος: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(6_16)
(Autenrieth)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάποινος''': -ον, [[ἄνευ]] ἀποίνων, δηλ. λύτρων, Ὅμ., ἀλλὰ μόνον [[ἅπαξ]] κατ’ οὐδέτ. ἀνάποινον ὡς ἐπίρρ. [[ἀπριάτην]] ἀνάποινον, δηλ. ἀπριάδην ἀναποίνως, Ἰλ. Α. 99. Πρβλ. [[νήποινος]].
|lstext='''ἀνάποινος''': -ον, [[ἄνευ]] ἀποίνων, δηλ. λύτρων, Ὅμ., ἀλλὰ μόνον [[ἅπαξ]] κατ’ οὐδέτ. ἀνάποινον ὡς ἐπίρρ. [[ἀπριάτην]] ἀνάποινον, δηλ. ἀπριάδην ἀναποίνως, Ἰλ. Α. 99. Πρβλ. [[νήποινος]].
}}
{{Autenrieth
|auten=([[ἄποινα]]): [[without]] [[ransom]], Il. 1.99†.
}}
}}

Revision as of 15:23, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάποινος Medium diacritics: ἀνάποινος Low diacritics: ανάποινος Capitals: ΑΝΑΠΟΙΝΟΣ
Transliteration A: anápoinos Transliteration B: anapoinos Transliteration C: anapoinos Beta Code: a)na/poinos

English (LSJ)

ον,

   A without ransom, only once in neut. (as Adv., acc. to Aristarch.) ἀνάποινον Il.1.99.

German (Pape)

[Seite 203] ohne Lösegeld, umsonst, Hom. ἀνάποινον als adv., παραλλήλως mit ἀπριάτην, Iliad. 1, 99; s. das. Scholl. Aristonic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάποινος: -ον, ἄνευ ἀποίνων, δηλ. λύτρων, Ὅμ., ἀλλὰ μόνον ἅπαξ κατ’ οὐδέτ. ἀνάποινον ὡς ἐπίρρ. ἀπριάτην ἀνάποινον, δηλ. ἀπριάδην ἀναποίνως, Ἰλ. Α. 99. Πρβλ. νήποινος.

English (Autenrieth)

(ἄποινα): without ransom, Il. 1.99†.