ἤμορος: Difference between revisions
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(6_16) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἤμορος''': -ον, = [[ἄμοιρος]], Ἡσύχ., Φώτ.· θηλ. ἠμορίς, ίδος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 162. | |lstext='''ἤμορος''': -ον, = [[ἄμοιρος]], Ἡσύχ., Φώτ.· θηλ. ἠμορίς, ίδος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 162. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἤμορος]], -ον, θηλ. και ήμορίς (Α)<br />[[αμέτοχος]], [[άμοιρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητικό, με ιων. <i>μα</i>-, κρότητα <span style="color: red;">+</span> [[μόρος]] «[[τμήμα]]-[[μοίρα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> ομηρ. [[άμμορος]]). Στον <b>Ησύχ.</b> μαρτυρείται η [[γλώσσα]] [[ήμορος]]<br />[[άμοιρος]], <i>το</i> θηλ. [[ημορίς]]<br /><i>κενή</i>, <i>εστερημένη</i> [[καθώς]] και ο ρηματ. τ. <i>ημόριζεν</i><br /><i>άμοιρον εποίησεν</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,= ἄμοιρος, Hsch., Phot.:—fem. ἠμορίς, ίδος, A.Fr. 165: ἠμόριξεν· ἄμοιρον ἐποίησεν, Hsch. (ἤμορος Ion. form = Aeol. ἄμμορος (q.v.).)
German (Pape)
[Seite 1171] VLL. = ἄμοιρος.
Greek (Liddell-Scott)
ἤμορος: -ον, = ἄμοιρος, Ἡσύχ., Φώτ.· θηλ. ἠμορίς, ίδος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 162.
Greek Monolingual
ἤμορος, -ον, θηλ. και ήμορίς (Α)
αμέτοχος, άμοιρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητικό, με ιων. μα-, κρότητα + μόρος «τμήμα-μοίρα» (πρβλ. ομηρ. άμμορος). Στον Ησύχ. μαρτυρείται η γλώσσα ήμορος
άμοιρος, το θηλ. ημορίς
κενή, εστερημένη καθώς και ο ρηματ. τ. ημόριζεν
άμοιρον εποίησεν].