ἀπαρασκεύαστος: Difference between revisions

From LSJ

ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me

Source
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαρασκεύαστος''': -ον, = τῷ ἑπομ., ἀμφ. ἐν. Ξεν. Ἀν. 1. 1, 6, 1. 5, 9, (ἐν τῷ συγκρ.), κτλ. ἀλλ’ εὕρηται ἐν τῇ Κ. Δ. καὶ παρὰ μεταγεν. ― Ἐπιρρ. -τως Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 9. 11.
|lstext='''ἀπαρασκεύαστος''': -ον, = τῷ ἑπομ., ἀμφ. ἐν. Ξεν. Ἀν. 1. 1, 6, 1. 5, 9, (ἐν τῷ συγκρ.), κτλ. ἀλλ’ εὕρηται ἐν τῇ Κ. Δ. καὶ παρὰ μεταγεν. ― Ἐπιρρ. -τως Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 9. 11.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non préparé.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[παρασκευάζω]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαρασκεύαστος Medium diacritics: ἀπαρασκεύαστος Low diacritics: απαρασκεύαστος Capitals: ΑΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΟΣ
Transliteration A: aparaskeúastos Transliteration B: aparaskeuastos Transliteration C: aparaskeyastos Beta Code: a)paraskeu/astos

English (LSJ)

ον, = sq., X.An.1.5.9 (Comp.), 2 Ep.Cor.9.4, J.AJ4.8.41. Adv.

   A -τως Arist.Rh.Al.1430a3.

German (Pape)

[Seite 279] unvorbereitet, ungerüstet, βασιλεὺσστότατος Xen. An. 1, 1, 6. 2, 3, 21; Compar., Poll. 6, 143.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαρασκεύαστος: -ον, = τῷ ἑπομ., ἀμφ. ἐν. Ξεν. Ἀν. 1. 1, 6, 1. 5, 9, (ἐν τῷ συγκρ.), κτλ. ἀλλ’ εὕρηται ἐν τῇ Κ. Δ. καὶ παρὰ μεταγεν. ― Ἐπιρρ. -τως Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 9. 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non préparé.
Étymologie: ἀ, παρασκευάζω.