ἀστάθμητος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it

Source
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀστάθμητος''': -ον, ἄστατος, [[ἀσταθής]], ἀστέρες Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 5: - ἐπὶ προσώπων, ὁ [[δῆμος]] ἀσταθμητότατον [[πρᾶγμα]] Δημ. 383. 5, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 169, Πλάτ. Λύσ. 214D· ἐπὶ τοῦ βίου, ἀστ. αἰὼν Εὐρ. Ὀρ. 981· τὸ ἀστ. τοῦ μέλλοντος, ἡ [[ἀβεβαιότης]] [[αὐτοῦ]]…, Θουκ. 4. 62, πρβλ. 3, 59. - Ἐπίρρ. -τως Δίων Χρυσ. σ. 180.
|lstext='''ἀστάθμητος''': -ον, ἄστατος, [[ἀσταθής]], ἀστέρες Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 5: - ἐπὶ προσώπων, ὁ [[δῆμος]] ἀσταθμητότατον [[πρᾶγμα]] Δημ. 383. 5, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 169, Πλάτ. Λύσ. 214D· ἐπὶ τοῦ βίου, ἀστ. αἰὼν Εὐρ. Ὀρ. 981· τὸ ἀστ. τοῦ μέλλοντος, ἡ [[ἀβεβαιότης]] [[αὐτοῦ]]…, Θουκ. 4. 62, πρβλ. 3, 59. - Ἐπίρρ. -τως Δίων Χρυσ. σ. 180.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non fixé, non fixe, instable, mobile ; τὸ ἀστάθμητον incertitude.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[σταθμάω]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστάθμητος Medium diacritics: ἀστάθμητος Low diacritics: αστάθμητος Capitals: ΑΣΤΑΘΜΗΤΟΣ
Transliteration A: astáthmētos Transliteration B: astathmētos Transliteration C: astathmitos Beta Code: a)sta/qmhtos

English (LSJ)

ον,

   A unsteady, unstable, ἀστέρες, = πλανῆται, X.Mem.4.7.5; of persons, ὁ δῆμος -ότατον πρᾶγμα D.19.136, cf. Ar.Av.169, Pl.Ly.214d; of life, ἀ. αἰών E.Or.981 (lyr.); τὸ ἀ. τοῦ μέλλοντος the uncertainty of... Th. 4.62; τῆς συμφορᾶς Id.3.59; τύχης -ότερον οὐδέν Ph.2.85. Adv. -τως D.Chr.4.122.

German (Pape)

[Seite 374] nicht festgestellt, beweglich, ἀστέρες ἀστ. καὶ πλανῆται Xen. Mem. 4, 7, 5; unbeständig, αἰών Eur. Or. 979; ἄνθρωπος Ar. Av. 169; vgl. Plat. Lys. 214 c; ὁ δῆμος ἀσταθμότατον πρᾶγμα τῶν πάντων Dem. 19, 136; τὸ ἀστ. τοῦ μέλλοντος Thuc. 4, 62, die Unsicherheit.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστάθμητος: -ον, ἄστατος, ἀσταθής, ἀστέρες Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 5: - ἐπὶ προσώπων, ὁ δῆμος ἀσταθμητότατον πρᾶγμα Δημ. 383. 5, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 169, Πλάτ. Λύσ. 214D· ἐπὶ τοῦ βίου, ἀστ. αἰὼν Εὐρ. Ὀρ. 981· τὸ ἀστ. τοῦ μέλλοντος, ἡ ἀβεβαιότης αὐτοῦ…, Θουκ. 4. 62, πρβλ. 3, 59. - Ἐπίρρ. -τως Δίων Χρυσ. σ. 180.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non fixé, non fixe, instable, mobile ; τὸ ἀστάθμητον incertitude.
Étymologie: ἀ, σταθμάω.