τριπλασίων: Difference between revisions
From LSJ
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(6_16) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῐπλᾰσίων''': -ον, γεν. ονος, = τῷ [[τριπλάσιος]], μείζων ἢ [[τριπλασίων]] Ἀρχιμήδ. 285, σ. 519C, Ἑβδ. (Σειράχ. ΜΓ΄, 4 ὡς διάφ. γραφ.). Φίλων ΙΙ, 39, 21. | |lstext='''τρῐπλᾰσίων''': -ον, γεν. ονος, = τῷ [[τριπλάσιος]], μείζων ἢ [[τριπλασίων]] Ἀρχιμήδ. 285, σ. 519C, Ἑβδ. (Σειράχ. ΜΓ΄, 4 ὡς διάφ. γραφ.). Φίλων ΙΙ, 39, 21. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-άσιον Α<br />[[τριπλάσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τριπλάσιος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίων</i> του συγκριτ. βαθμού (<b>πρβλ.</b> [[πενταπλασίων]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A = τριπλάσιος Archim.Circ.3, al., Arr. Tact.16.12, Procl.Hyp.4.101; λόγος Ph.1.22.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐπλᾰσίων: -ον, γεν. ονος, = τῷ τριπλάσιος, μείζων ἢ τριπλασίων Ἀρχιμήδ. 285, σ. 519C, Ἑβδ. (Σειράχ. ΜΓ΄, 4 ὡς διάφ. γραφ.). Φίλων ΙΙ, 39, 21.
Greek Monolingual
-άσιον Α
τριπλάσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριπλάσιος + κατάλ. -ίων του συγκριτ. βαθμού (πρβλ. πενταπλασίων)].