φράδμων: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
(6_16)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φράδμων''': -ον, γεν. ονος, [[συνετός]]. [[νοήμων]], [[ὀξύς]], [[ἔμπειρος]], οὐδ’ ἄν ἔτι [[φράδμων]] περ ἀνὴρ Σαρπυδόνα [[δῖον]] ἔγνω, «ὁ δὲ [[λόγος]]· οὐδὲ ὁ [[πάνυ]] γνώριμός φησι καὶ [[συνήθης]] τῷ Σαρπηδόνι ἠδύνατο γνωρίσαι αὐτόν, διὰ τὸ αἵματι καὶ κάνει πεφῦρθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Π 638, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 3. 57.
|lstext='''φράδμων''': -ον, γεν. ονος, [[συνετός]]. [[νοήμων]], [[ὀξύς]], [[ἔμπειρος]], οὐδ’ ἄν ἔτι [[φράδμων]] περ ἀνὴρ Σαρπυδόνα [[δῖον]] ἔγνω, «ὁ δὲ [[λόγος]]· οὐδὲ ὁ [[πάνυ]] γνώριμός φησι καὶ [[συνήθης]] τῷ Σαρπηδόνι ἠδύνατο γνωρίσαι αὐτόν, διὰ τὸ αἵματι καὶ κάνει πεφῦρθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Π 638, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 3. 57.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />prudent, sage.<br />'''Étymologie:''' [[φράζω]].
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρᾰδμων Medium diacritics: φράδμων Low diacritics: φράδμων Capitals: ΦΡΑΔΜΩΝ
Transliteration A: phrádmōn Transliteration B: phradmōn Transliteration C: fradmon Beta Code: fra/dmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A = φραδής, Il.16.638, Orac. ap. Hdt.3.57, Orph.Fr.233.

German (Pape)

[Seite 1302] ονος, verständig, einsichtsvoll, listig, klug, Orac. bei Her. 3, 57; bes. womit bekannt, kundig, Il. 16, 638 u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

φράδμων: -ον, γεν. ονος, συνετός. νοήμων, ὀξύς, ἔμπειρος, οὐδ’ ἄν ἔτι φράδμων περ ἀνὴρ Σαρπυδόνα δῖον ἔγνω, «ὁ δὲ λόγος· οὐδὲ ὁ πάνυ γνώριμός φησι καὶ συνήθης τῷ Σαρπηδόνι ἠδύνατο γνωρίσαι αὐτόν, διὰ τὸ αἵματι καὶ κάνει πεφῦρθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Π 638, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 3. 57.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
prudent, sage.
Étymologie: φράζω.